Θρήνος επικρατεί στο πανελλήνιο, καθώς ο «Στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, Μίμης Δομάζος, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 83 ετών.
Ο «μύθος» του ελληνικού ποδοσφαίρου και του Παναθηναϊκού πριν από τρεις ημέρες είχε υποστεί ανακοπή έξω από διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι.
Ο Μίμης Δομάζος που άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 83 ετών, έδωσε μεγάλη μάχη για τρια 24ωρα στη ΜΕΘ του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός. Εκεί είχε μεταφερθεί χωρίς σφυγμό από το ασθενόφορο του ΕΚΑΒ που τον παρέλαβε μετά την κατάρρευσή του στο Χαλάνδρι. Παρά την ανάνηψη που πέτυχαν οι γιατροί, από την πρώτη στιγμή μιλούσαν για δύσκολη κατάσταση εξηγώντας ότι έγινε η βέλτιστη δυνατή αποκατάσταση της καρδιακής λειτουργίας του μεγάλου παλαίμαχου ποδοσφαιριστή.
Μίμης Δομάζος: Οι γνωστές και οι άγνωστες πτυχές του «Στρατηγού» του ελληνικού ποδοσφαίρου και του Παναθηναϊκού
Ο Μίμης Δομάζος αποτελεί κατά πολλούς τον κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Ήταν, άλλωστε, ο «Στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου και ο μεγάλος ηγέτης του Παναθηναϊκού στο έπος της πορείας μέχρι το Γουέμπλεϊ, ενώ μέχρι και σήμερα αποτελεί και τον κορυφαίο σε συμμετοχές στο ελληνικό πρωτάθλημα με 536 στο σύνολο, σκοράροντας 139 φορές.
Ο Μίμης Δομάζος είχε πολλές πτυχές, γνωστές και άγνωστες, που δεν αφορούσαν μονάχα το ποδόσφαιρο. Στην εποχή του, μάλιστα, αποτελούσε μια κορυφαία προσωπικότητα, με τη ζωή του αρκετές φορές να βρίσκεται στο επίκεντρο, με κορυφαίο παράδειγμα το γάμο του με τη Βίκυ Μοσχολιού, σε ένα γεγονός που ακόμη και σήμερα συζητείται.
Ο «Στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο απόλυτος «πράσινος μύθος»
Ο Μίμης Δομάζος είναι γέννημα-θρέμμα του κέντρου της Αθήνας και των Αμπελοκήπων, έχοντας γεννηθεί εκεί στις 22 Ιανουαρίου 1942. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ. Η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021. Ήταν ένας από τους τελευταίους λαμπαδηδρόμους που μετέφεραν την φλόγα μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο, για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στις αλάνες της περιοχής δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και στα 13 του έβγαλε δελτίο στην Άμυνα Αμπελοκήπων, δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία για να μπορεί ν’ αγωνίζεται. Ο πατέρας του ήταν υγειονομικός υπάλληλος με καταγωγή από τη Σάμο και η μητέρα του νοσοκόμα μικρασιάτικης καταγωγής.
Ο ίδιος ανέφερε χρόνια αργότερα στο Vice: «Γεννήθηκα στις 22 Ιανουαρίου του 1942 στο μαιευτήριο «Έλενα» στους Αμπελοκήπους απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Τη μητέρα μου την έλεγαν Ουρανία και τον πατέρα μου Χρήστο. Η μητέρα μου δούλευε στο μαιευτήριο Έλενα και ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Είχα και μία αδελφή, αλλά πέθανε όταν ήταν μικρή. Δημοτικό σχολείο πήγαινα στους Αμπελόκηπους. Όταν όμως χώρισε η μητέρα μου με τον πατέρα μου πήγα στο Μαράσλειο. Όλα αυτά βέβαια ήταν γύρω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Δεν με ενδιέφερε. Εμένα με ενδιέφερε η μπάλα πιο πολύ. Όταν εμείς παίζαμε μπάλα δεν ήταν όπως σήμερα. Το ποδόσφαιρο δεν είχε μπει στα σπίτια. Δεν είχαμε τηλεοράσεις. Ο κόσμος δεν έβλεπε μπάλα, απλώς ό, τι άκουγε στο ράδιο ή όταν ερχόταν γήπεδο. Ούτε οι γονείς μου παρακολουθούσαν ποδόσφαιρο. Δεν ήταν κάποια ομάδα. Δεν ήθελαν κιόλας να παίξω. Η μητέρα μου δεν ήθελε καθόλου να ασχοληθώ με την μπάλα.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μπάλες. Πολλές φορές παίζαμε με πάνινες μπάλες που τις φτιάχναμε μόνοι μας. Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα απέναντι από τον Παναθηναϊκό. Πρώτα παίζαμε στις αλάνες, στους δρόμους. Εκεί έμαθα εγώ μπάλα, δεν έμαθα στον Παναθηναϊκό. Τότε δεν υπήρχαν τα τσιμέντα και οι πολυκατοικίες και μπορούσαν να βγαίνουν τα παιδιά της ηλικίας μου και να παίζουν στο δρόμο. Είχα ταλέντο. Το έβλεπαν οι ψαράδες. Τότε δεν υπήρχαν μάνατζερ να βλέπουν τον ποδοσφαιριστή και να τον πάνε σε ομάδες. Τότε υπήρχαν οι λεγόμενοι ψαράδες, γύρναγαν στις γειτονιές κι έβλεπαν τους νεαρούς που έπαιζαν μπάλα στο δρόμο και τους ψάρευαν και τους πήγαιναν σε ομάδες. Εμένα δεν με ψάρεψε κανένας. Εγώ είχα το ταλέντο, γεννήθηκα για την μπάλα παίζοντας με τα άλλα παιδιά στη γειτονιά και ξεχώριζα πάντα. Κι έλεγαν ότι αυτός ο μικρός κάποτε θα προχωρήσει. Δεν υπήρχαν ακαδημίες τότε. Σε αυτή τη φωτογραφία είμαι στην Άμυνα Αμπελοκήπων, στην ομάδα της συνοικίας, που ξεκίνησα να παίζω μικρός. Ήταν η πρώτη ομάδα που έπαιξα. Εδώ πρέπει να είμαι 13 ετών. Δεν υπήρχε γήπεδο για να κάνουμε προπόνηση. Ή πηγαίναμε στο Λυκαβηττό ή κάναμε στο δρόμο προπόνηση. Θυμάμαι ότι το πρώτο μου δελτίο για να παίξω μπάλα το έκανα όταν ήμουν 13 ετών και έγραψαν ότι είμαι 2 χρόνια μεγαλύτερος για να φαίνομαι 15 και να μπορούν να μου το βγάλουν για να παίξω».
Σύντομα το όνομά του άρχισε ν’ ακούγεται στους ποδοσφαιρικούς κύκλους και προσέλκυσε τον ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού. Η ανεπίσημη πρεμιέρα του Δομάζου με τα πράσινα ως δεξί εξτρέμ έγινε σε φιλικό αγώνα εναντίον της ΑΕΚ (0-2) για το Κύπελλο των Χριστουγέννων, που διεξήχθη στις 26 Δεκεμβρίου 1958. To 1959 ο τότε προπονητής των «πρασίνων», Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς εισηγήθηκε την απόκτηση του, και σε ηλικία 17 ετών μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό.
Ο ίδιος είχε πει: «Στον Παναθηναϊκό έπαιξα το ’58 με υποσχετική. Η ομάδα μου, η Άμυνα Αμπελοκήπων με έδωσε με τη συμφωνία ότι θα έπαιζα το ΄58 στην Άμυνα κι το ’59-’60 στον Παναθηναϊκό. Τη θυμάμαι την πρώτη φορά που φόρεσα την φανέλα του Παναθηναϊκού, γιατί έπαιξα δύο παιχνίδια εκείνη την ημέρα. Παίζαμε το κύπελλο Χριστουγέννων. Τότε όταν έφταναν οι γιορτές έπαιζαν για να πάρουν καμία δραχμή οι ομάδες του Π.Ο.Κ. Έτσι λέγονταν ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ. Παίζαμε για το ποιος θα πάρει το κύπελλο Χριστουγέννων. Φιλικά παιχνίδια ήταν ουσιαστικά, όχι πρωτάθλημα. Θυμάμαι το πρώτο μου παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό ήταν το ΄58 που ήμουν ακόμα στην Άμυνα Αμπελοκήπων. Πώς έγινε; Ήταν Κυριακή και το πρωί έπαιξα πρωτάθλημα με την Άμυνα Αμπελοκήπων. Το απόγευμα έπαιζε Παναθηναϊκός-ΑΕΚ στο γήπεδο της Λεωφόρου για το κύπελλο Χριστουγέννων. Τότε, το Συμβούλιο της Άμυνας Αμπελοκήπων δούλευε στο μπαρ της Λεωφόρου στα παιχνίδια του Παναθηναϊκού. Κάθε Κυριακή πήγαιναν οι άνθρωποι για να πάρουν κάνα μεροκάματο. Θυμάμαι ότι με έβαζαν και εμένα μέσα γιατί ήμουν μικρός και έβλεπα τα παιχνίδια από το μπαρ. Είναι λοιπόν εκείνη η Κυριακή, ήταν περίπου μία ώρα πριν το ματς και περνούσαν οι παίκτες και οι τρεις Έλληνες προπονητές. Ο Μυγιάκης, ο Σούτσος και ο Σίμος. Του λένε λοιπόν του Σίμου οι άνθρωποι από την Άμυνα Αμπελοκήπων «δεν παίρνετε και τον μικρό να παίξει αφού είναι φιλικό παιχνίδι». Εκείνος ήθελε να ρωτήσει τον Μυγιάκη που ήταν πρώτος προπονητής. Αν έλεγε ναι, θα έπαιζα. Πάω μέσα και μου λέει ο Μυγιάκης, «έπαιξες το πρωί;» Λέω «όχι κύριε Μυγιάκη». Εγώ φυσικά είχα παίξει 90 λεπτά, είχα φάει και μία κλωτσιά. Μου λέει «ε τότε κάτσε να παίξεις στο δεύτερο ημίχρονο εξτρέμ (εφτάρι)» Παρόλο που δεν μου άρεσε να παίζω στην άκρη είπα ότι αφού μου είπε να παίξω, θα παίξω. Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι αυτό. Αντίπαλος ήταν η ΑΕΚ. Ήταν 1-1 στο ημίχρονο κι έβαλα ένα γκολ μετά. Έκανα μία πάσα να βγει σέντρα κι αυτό πήγε γκολ. Έτσι κάναμε το 2-1. Μετά έβγαλα μία σέντρα και το έβαλε ο Αγγελόπουλος. Κερδίσαμε 3-1. Την επόμενη χρονιά, το ’59-’60 ξεκίνησα κανονικά να παίζω με τον Παναθηναϊκό. Τότε ήταν που πήραμε και το πρώτο πρωτάθλημα».
Όσο έπαιζα ποδόσφαιρο κοιμόμουν από τις 7 το απόγευμα. Υπάρχει σήμερα νεαρός 16 και 17 ετών που να κοιμάται από τις 7 το απόγευμα; Ξύπναγα κάτα τις 9, πήγαινα στην προπόνηση κανονικά, έκανα ζωή επαγγελματία, παρόλο που δεν ήμουν επαγγελματίας. Δεν κάπνιζα, δεν έπινα και ακόμα μέχρι σήμερα αν μου πείτε καφέ και τσιγάρο δεν ξέρω από αυτά. Μόνο σοκολάτα πίνω. Πρέπει να είσαι σωστός, η ζωή σου να είναι μετρημένη, κάθε Κυριακή ο κόσμος έρχεται να σε δει κι εσύ πρέπει να είσαι σωστός. Δε λέγανε πάμε να δούμε τον Παναθηναϊκό, λέγανε πάμε να δούμε το Δομάζο με την παρέα του».
Στο «τριφύλλι» έκανε σπουδαία καριέρα και δικαίως θεωρείται ως ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν τη φανέλα του αθηναϊκού συλλόγου. Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε συνολικά σε 502 αγώνες πρωταθλήματος, επίδοση που τον κατατάσσει πρώτο σε συμμετοχές στην ιστορία των «πρασίνων». Κορυφαία του στιγμή υπήρξε η συμμετοχή του στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στην κορυφαία ομάδα της εποχής στην Ευρώπη, Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ.Εκείνη την χρονιά ψηφίστηκε δέκατος καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη με πρώτο τον Γιόχαν Κρόιφ.
Χρόνια αργότερα θα έλεγε: «Όταν φτάσαμε στον τελικό με τον Άγιαξ, δεν είχαμε απέναντί μας μόνο τον Κρόιφ. Ήταν μία ομάδα που δούλευαν όλοι οι παίκτες. Μόνο ο τερματοφύλακας δεν δούλευε. Αν είχαμε λίγο τύχη -γιατί πρέπει να έχεις και τύχη στο ποδόσφαιρο- θα μπορούσαμε να τους είχαμε αποκλείσει εμείς και να πάρουμε το κύπελλο. Η μόνη ομάδα που μας είχε πιέσει πολύ ήταν η Έβερτον, που παίξαμε μέσα στην Αγγλία και δεν κατεβήκαμε από τη σέντρα. Είχε βρέξει κιόλας και το δικό μας μισό γήπεδο ήταν όλο πατημασιές και στο άλλο μισό που ήταν αυτοί δεν είχαμε πατήσει καν την περιοχή τους. Εκεί είχαμε μεγάλη τύχη. Στον τελικό δεν είχαμε τύχη γιατί με την σέντρα φάγαμε γκολ από το πρώτο λεπτό. Φανταστείτε μία ελληνική ομάδα που δεν την ξέρει κανείς, που δεν είναι επαγγελματίες, είναι ερασιτέχνες, κάνουν όλοι δεύτερη δουλειά για να ζήσουν, τί θα μπορούσαμε διαφορετικά να είχαμε κάνει. Και σκεφτείτε κι ότι ο Άγιαξ είχε παίξει σε άλλους δύο τελικούς πριν από εμάς, είχε την πείρα και είχε και ξένους παίκτες».
Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε συνολικά 13 τίτλους και ήταν αρχηγός της ομάδας για περίπου 15 χρόνια. Τη διετία 1978-1980 αγωνίστηκε στην ΑΕΚ κατακτώντας ένα πρωτάθλημα. Το 1980 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό με τη φανέλα του οποίου ήθελε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Εκείνος εξομολογήθηκε: «Έπαιξα 22 χρόνια και τα 22 χρόνια ήμουν στη πρώτη γραμμή. Για να είμαι στην πρώτη γραμμή όλα αυτά τα χρόνια, κι από τα 30 παιχνίδια να παίζω τα 28 καλά και να είμαι πρώτος, έκανα πάρα πολύ σωστή και διατροφή και ζωή. Δεν είναι εύκολο το ποδόσφαιρο. Εγώ όλη τηνβδομάδα προετοιμαζόμουν ποιος θα έρθει πάνω μου. Ένας θα είναι; Δύο; Όπως πάνε οι Τορέρο στον ταύρο επάνω και του πετάνε τα βέλη επάνω για να τον εξασθενίσουν για να έρθει μετά ο ταυρομάχος για να σκοτώσει τον ταύρο έτσι ήμουν κι εγώ. Έτρεχα, τον έφερνα όπου ήθελα τον παίκτη γιατί είχα πολλά πνευμόνια και δεν κουραζόμουν, και μόλις τους έβλεπα έτοιμους τους κοροϊδευα. Έτσι ήμουν σαν τον ταυρομάχο».
Συνολικά έχει καταγράψει 536 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ) και βρίσκεται στην πρώτη θέση όλων των εποχών σε παρουσίες και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πλέον περισσότερα από 30 χρόνια, παραμένει στην κορυφή του σχετικού πίνακα. Με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ κατέκτησε συνολικά 14 τίτλους.
Είναι 50 φορές διεθνής με την Ελλάδα και έχει σημειώσει 4 τέρματα, ενώ για αρκετά χρόνια είχε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Το ντεμπούτο του με τη γαλανόλευκη φανέλα πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1959 στο Γήπεδο Απόστολος Νικολαΐδης εναντίον της Δανίας.
Στις 11 Νοεμβρίου 1980 στο ίδιο γήπεδο διεξήχθη φιλικός αγώνας εναντίον της Αυστραλίας, στον οποίο τιμήθηκε για την πολυετή προσφορά του στο εθνικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα αλλά και στο ελληνικό ποδόσφαιρο γενικότερα. Στον συγκεκριμένο αγώνα χρίστηκε σκόρερ, γεγονός που τον καθιστά τον μεγαλύτερο σε ηλικία παίκτη που σκόραρε ποτέ με τη φανέλα της Ελλάδας (σε λιγότερο από τρεις μήνες θα συμπλήρωνε τα 39 του χρόνια). Την εποχή εκείνη ήταν δεύτερος σε συμμετοχές στην ιστορία της εθνικής Ελλάδας, πίσω από τον Μίμη Παπαϊωάννου.
Ο γάμος-υπερπαραγωγή με τη Βίκυ Μοσχολιού, το παιδί που χάθηκε και το διαζύγιο
«Το φθινόπωρο του ’63 η Βίκυ επέστρεψε στην «Τριάνα» για τη χειμερινή σεζόν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Ζαμπέτα», γράφει η φίλη και έμπιστή της Αρετή Γκόρντον, στο βιβλίο «Θυμάμαι την Βίκυ Μοσχολιού». «Εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή της ο Δομάζος».
Μόλις 21 χρονών ο Μίμης Δομάζος ήταν το ίνδαλμα των φιλάθλων του Παναθηναϊκού -ένα εξαιρετικό ταλέντο, που είχε καταπλήξει τους πάντες. Δυνατός, όμορφος, γόης και bon vivant. Τη Μοσχολιού, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20, λίγοι την ήξεραν. Δεν είχε ακόμα δισκογραφία.
«Πήγαν στο μαγαζί μαζί με τον Παπαεμμανουήλ, τον Βαγγέλη Πανάκη, τον Λινοξυλάκη, τα μεγάλα αστέρια της χρυσής εποχής του Παναθηναϊκού και της ζήτησαν να τους κάνει παρέα. Όχι φυσικά για κονσομασιόν! Αυτή ήταν η πρώτη τους γνωριμία. Δυό μέρες αργότερα ξανάρθε ο Μίμης με δυό φίλους του….».
Τη συνάντησή τους, θα περιέγραφε χρόνια αργότερα η ίδια η Βίκυ, στην Έλενα Ακρίτα, στην εκπομπή «Φώτα Πορείας». «Εγώ ήθελα να πάω να του μιλήσω, αλλά ντρεπόμουν. Στο πρόγραμμά μας ήταν δύο κορίτσια, οι αδερφές Γεωργούλη, που ήταν πολύ πιο θαρραλέες από μένα. Τις πιάνω και τους λέω ότι και εγώ θέλω να κατέβω στο τραπέζι του Μίμη. “Θα κάνω πως πάω αλλού και όταν είμαι κοντά στο τραπέζι σας, θα με φωνάξετε στην παρέα σας”. Έλα όμως που δεν με φωνάζουν και αναγκάζομαι να βγω έξω από το μαγαζί! Μπαίνοντας ξανά στο μαγαζί, επιτέλους με φώναξαν τα κορίτσια να πάω να κάτσω. Ο Μίμης εμένα ήθελε. Είχε καταλάβει τι είχε γίνει και γέλαγε. Από εκεί και πέρα ερχόταν τακτικά στην «Τριάνα».
Και η Βίκυ -πιτσιρίκα, άμαθη, και βαθιά ερωτευμένη- όποτε τον έβλεπε, τα έχανε. Μια βραδιά, λένε, τη σήκωσε ο Ζαμπέτας να τραγουδήσει τα «Παιδιά του Πειραιά». Σηκώθηκε, έστησε το μικρόφωνο και πάνω που άρχισε να τραγουδάει, να και ο Δομάζος στην πόρτα, να την κοιτάει. Ντράπηκε. «Γιώργο, θα καθίσω» είπε στον Ζαμπέτα κι εκείνος της απάντησε: «Άντε με τον μπαλαδόρο σου, άντε τραγούδα!».
Τον άκουσε. Σε λίγους μήνες, θα έκανε το «ντεμπούτο» της, στην ταινία «Λόλα», τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι», των Ξαρχάκου – Γκούφα και ο κόσμος θα μάθαινε το όνομά της και θα την χειροκροτούσε ενθουσιασμένος μες στα συνοικιακά σινεμά. Η καριέρα της, απογειωνόταν…
To ’66 -και παρότι το σπίτι που έχτιζαν στο Λυκαβηττό, δεν ήταν ακόμα έτοιμο- η Βίκυ και ο Μίμης αποφάσισαν να παντρευτούν. Η είδηση, όπως είναι φυσικό, έγινε πρώτο θέμα στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών, που ασχολούνταν μήνες ολόκληρους με τις λεπτομέρειες της προετοιμασίας του ζευγαριού -με εξαίρεση την Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, η Μοσχολιού και ο Δομάζος ήταν τότε τα μεγαλύτερα λαϊκά είδωλα. Όλοι ήθελαν μερίδιο από τη λάμψη, τον έρωτα, τη χαρά τους. Με έξαψη, σχεδόν, οι αναγνώστριες μάθαιναν πως τo νυφικό της Βίκυς -ένα όνειρο από λευκή κεντημένη δαντέλα, με μακρύ βέλο- θα ήταν δώρο του περιοδικού «ΝΤΟΜΙΝΟ». Και ξαφνικά, μια πολιτική τραγωδία: το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο γάμος είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο, αλλά το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, ήταν βαρύ, η χώρα ολόκληρη στον «γύψο». Λέγεται, πως όταν η Βίκυ άκουσε ότι η Χούντα θα απαγόρευε τις συγκεντρώσεις, αναρωτήθηκε με αφέλεια «Καλά, εγώ πώς θα παντρευτώ;».
Παρ’όλα αυτά, ο πιο κοσμικός γάμος της χρονιάς έγινε την Πρωτομαγιά του 1967, στην Μητρόπολη Αθηνών, με κουμπάρο τον Τάκη Β.Λαμπρόπουλο, το μεγάλο «αφεντικό» της COLUMBIA. Όπως αποδείχτηκε, η Βίκυ είχε δίκιο να ανησυχεί. Ώρες πριν ξεκινήσει το μυστήριο, πάνω από 30.000 άνθρωποι -δημοσιογράφοι, θαυμαστές, περίεργοι- κατέκλυσαν την περιοχή, από το Σύνταγμα ως τη Μητρόπολη! Ανήσυχος μήπως η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, ο παπάς τηλεφώνησε στη Βίκυ και στον Μίμη και τους παρακάλεσε να κάνουν το μυστήριο νωρίτερα -στις 6, αντί για τις 8, όπως ήταν προγραμματισμένο- αλλά η νύφη δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Tελικά, ο γάμος δεν έγινε ούτε στις 8, μιας και η Βίκυ- αφού έφτασε με μεγάλη δυσκολία στην εκκλησία- δεν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο (!), που ήταν περικυκλωμένο ασφυκτικά, από κόσμο.
Ήταν τέτοιο το πλήθος, που παραλίγο νύφη και γαμπρός να μην… συναντηθούν. Όταν πλησίασε τον Μίμη -θα διηγούνταν, αργότερα, η Μοσχολιού- το «κύμα» που είχε δημιουργήσει η λαοθάλασσα, πήγαινε εκείνη από την μια μεριά και τον Δομάζο από την άλλη. Ευτυχώς, βρέθηκε δίπλα της ένας φίλος της παλαιστής, ο οποίος της άνοιξε το δρόμο και την πήγε σχεδόν σηκωτή στην εκκλησία, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο κόσμος, στριμωχνόταν, ανέβαινε σε καρέκλες, άνθρωποι κρέμονταν σαν τσαμπιά, από τον γυναικωνίτη, προκειμένου να δουν τη νύφη (σ.σ. το ζευγάρι, κλήθηκε αργότερα να πληρώσει πάνω από 15.000 δραχμές, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές που έγιναν στον ναό…). Από το πολύ σπρώξιμο, στη διάρκεια του μυστηρίου, η Βίκυ έχασε τη βέρα της -γεγονός που, όταν μαθεύτηκε, θεωρήθηκε μεγάλη γρουσουζιά. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα, κάποιος την βρήκε και της την επέστρεψε.
Όπως είναι ευνόητο, οι 7.000 μπομπονιέρες -λευκές, χαριτωμένες, με ένα κλειδί του σολ και ένα τριφύλλι -δεν έφταναν για όλους. Στο τέλος, τα κορίτσια που τις μοίραζαν, αναγκάστηκαν να αρχίσουν να τις πετάνε στον αέρα, προκειμένου να γλιτώσουν από την μανία του πλήθους! (Από την άλλη κιόλας μέρα, κάποιες πουλιούνταν στο Μοναστηράκι, στη μαύρη αγορά, σε εξωφρενικές τιμές… ). Το γλέντι του γάμου, έγινε στα «Δειλινά», το νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσε η νύφη και κράτησε ως το πρωί.
Αυτό που κανείς δεν ήξερε -κανείς, εκτός από τους νεόνυμφους- ήταν πως η Βίκυ ήταν ήδη έγκυος. Το μυστικό της αποκαλύφθηκε μερικούς μήνες αργότερα, μες στο καλοκαίρι. Ένα βράδυ, ο Μπιθικώτσης -με τον οποίο τραγουδούσαν τότε μαζί στα «Δειλινά»- κατεβαίνοντας κεφάτος από την πίστα, την είδε ξαφνικά μπροστά του, την άρπαξε και τη σήκωσε στον αέρα. Η Βίκυ, η οποία ήταν τότε ήδη 7 μηνών, φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει: «Το μωρό μου! Το μωρό μου! Άφησέ με κάτω!». Άρχισε να φωνάζει και ο κόσμος, ο Μπιθικώτσης την κατέβασε, εκείνη έπεσε γελώντας στην αγκαλιά του Μίμη κι όλο το μαγαζί ξέσπασε σε ένα ηχηρό χειροκρότημα.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1967, η Βίκυ έφερε στον κόσμο την πρώτη κόρη της, την Ράνια της. Τραγουδούσε κάθε βράδυ, μέχρι να γεννήσει και δέκα μέρες μετά τη γέννα επέστρεψε στην πίστα -δεν μπορούσε να διανοηθεί πως το μαγαζί μπορεί να έκλεινε και να έμενε κόσμος άνεργος ή απλήρωτος, εξαιτίας της. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου του 1968, γεννήθηκε η Βαγγελίτσα της. Και στις 14 Μαϊου του 1973 , ένα ακόμα παιδί, -ένας γιός που δεν έζησε. Η Βίκυ μπήκε στο μαιευτήριο στον όγδοο μήνα γιατί είχε πόνους και η μαία προκάλεσε πρόωρο τοκετό. Γεννήθηκε ένα αγοράκι, το οποίο έπρεπε να μπει σε θερμοκοιτίδα. Θερμοκοιτίδα, όμως, δεν υπήρχε τότε σε όλα τα μαιευτήρια -χρειάστηκε να τρέξει ο Δομάζος και να πάρει μία από το Παίδων. Ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι να πάει και να γυρίσει, αποδείχτηκε μοιραίος. Τρείς μέρες αργότερα έχασαν το μωρό τους, αφού πρόλαβαν και το «αεροβάφτισαν» Αλέξανδρο. Ο χαμός του, τους στοίχισε πολύ.
Κατά τα άλλα η σχέση τους ήταν αρμονική, αν και όχι χωρίς εντάσεις. Η Μοσχολιού -φανατική οπαδός του ΠΑΟ- συνέχισε να δίνει το παρών στα εντός έδρας παιχνίδια της ομάδας στη Λεωφόρο. Συχνά, μάλιστα, γινόταν στόχος των οπαδών των άλλων ομάδων που της φώναζαν υβριστικά συνθήματα, προκαλώντας τον εκνευρισμό του «στρατηγού». «Εγώ δεν αγαπώ την βεντέτα Μοσχολιού», θα δήλωνε ο Δομάζος σε μια από τις πολλές κοινές τους συνεντεύξεις, στις αρχές του ‘70. «Αγαπώ την καλή σύζυγο, την καλή μητέρα, την καλή τραγουδίστρια…». Και η Βίκυ θα ομολογούσε, πως «παρά το γεγονός πως του έχω εμπιστοσύνη, τον ζηλεύω. Να, είναι αυτά τα συνεχή τηλεφωνήματα από τις τόσες θαυμάστριες. Έπειτα, αυτά τα ταξίδια του.. Βλέπει και ακούει τόσα πράγματα που εγώ δεν βλέπω…».
Η είδηση του διαζυγίου τους, το ’78 έσκασε σαν βόμβα, δίνοντας τροφή στα λαϊκά έντυπα, και σε ένα γαϊτανάκι από φήμες και φτηνά κουτσομπολιά -για απιστίες, για καυγάδες που είχαν ως αιτία τον διαφορετικό τρόπο ζωής του ζευγαριού. Η Μοσχολιού και ο Δομάζος, αντιμετώπισαν όλη αυτή την επώδυνη ιστορία με ευγένεια, αξιοπρέπεια και σιωπή. Προχώρησαν τις ζωές τους, έκαναν άλλες σχέσεις -εκείνος ξαναπαντρεύτηκε- έμειναν φίλοι. «Δεν είχαμε προβλήματα. Το μόνο μου πρόβλημα ήταν το δικό μου… Δηλαδή ότι τον αγαπούσα πολύ τον άντρα μου, ήταν η πρώτη μου αγάπη και δεν τον χαιρόμουν» , θα εξηγούσε η Βίκυ το 2002 στο Music Corner «Μια βδομάδα με τον Παναθηναϊκό στο ξενοδοχείο, μετά άλλη μια βδομάδα με την Εθνική στο ξενοδοχείο, δεν προλάβαινα να τον δω…». Κι άλλοτε, τις σπάνιες φορές που αναφερόταν στο γάμο τους, παρατηρούσε με πικρία πως, τελικά, η «κακοσημαδιά» από το πέσιμο της βέρας, βγήκε αληθινή.
Ο δεύτερος γάμος και η ερώτηση για τη Μοσχολιού που… δεν ήθελε να απαντήσει
Ο Μίμης Δομάζος είναι σήμερα παντρεμένος με την Αργυρώ (Ηώ) Θεοδώρου με την οποία έχουν μια κόρη, τη δημοσιογράφο / ραδιοφωνική παραγωγό και δημοτική σύμβουλο Αθηναίων Θεόπη (Πόπη) Δομάζου.
Από το 1967 ως το 1978 υπήρξε παντρεμένος με τη λαϊκή τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού (με κουμπάρο τον στρατιωτικό της Χούντας Ιωάννη Λαδά), με την οποία απέκτησαν δύο κόρες, την Ράνια (Ουρανία) το 1967 και την Ευαγγελία το 1968. Το 2016 παρουσίασε το λεύκωμά του με τίτλο «Μίμης Δομάζος: Μυστικά και άλλες αποκαλύψεις», στο οποίο αναφέρονται πολλά περιστατικά από τη μεγάλη καριέρα του, ενώ είναι γεμάτο από σπάνιες φωτογραφίες.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, όταν μίλησε στο «Στούντιο 4», ανάμεσα σε άλλα αναφέρθηκε και στην προσωπική του ζωή λέγοντας πως εκείνη την εποχή προτεραιότητα για εκείνον είχε μόνο το ποδόσφαιρο με τις συντρόφους του να το δέχονται.
Όταν κλήθηκε να μιλήσει για τη Βίκυ Μοσχολιού, με την οποία ήταν μαζί, αρνήθηκε ευγενικά να μιλήσει. «Οι ποδοσφαιριστές δεν πρέπει να κάνουμε σφάλματα. Πρέπει να είσαι σωστός. Να ξέρεις τι θέλεις. Ήμουν ερωτευμένος με την μπάλα.
Κοιμόμουν και ξυπνούσα και το είχα στο μυαλό μου. Η αγάπη μου ήταν πιο πολύ η μπάλα. Εγώ δεν είχα πρόβλημα, ό,τι ήθελα το έκανα» ανέφερε ο Μίμης Δομάζος. «Ας μην τα συζητήσω. Τώρα έχω άλλη οικογένεια. Δεν θέλω να έρθω στα παλιά», απάντησε όταν ρωτήθηκε για τη Βίκυ Μοσχολιού.
Όταν είχε… νικήσει τη Βουγιουκλάκη
Εντύπωση προκαλεί το πόσο διάσημος υπήρξε στην εποχή του ο Μίμης Δομάζος. Ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής, μάλιστα, σε ψηφοφορία για το ποιος ήταν ο πιο γνωστός, είχε επικρατήσει ακόμη και έναντι της Αλίκης Βουγιουκλάκη, κάτι που την είχε κάνει… να τον ψάχνει.
«Κάποια στιγμή είχε γίνει μία ψηφοφορία με πρόσωπα από όλα τα αθλήματα και επαγγέλματα ποιος θα βγει πρώτος. Θυμάμαι ότι στο τέλος είχα μείνει εγώ και η Βουγιουκλάκη και τελικά την πέρασα. Τότε, είχε έρθει στο Ζυγό στην Πλάκα για να με βρει, να δει ποιος ήταν αυτός που την πέρασε. Στο Ζυγό ήμουν συνέταιρος με τον αδελφό του Παπαμιχαήλ, το Νίκο. Είχα κι ένα εστιατόριο στην Πλατεία Βικτωρίας. Έκανα επιχειρήσεις, δεν έκανα άλλη δουλειά εκτός από το ποδόσφαιρο. Μόνο πριν πάω στον Παναθηναϊκό δούλεψα στην Ιζόλα όταν ήμουν 15 χρονών.
Από όταν πήγα στον Παναθηναϊκό δεν ξαναδούλεψα. Χρήματα δεν παίρναμε πολλά. Παίρναμε τόσα για να ζήσουμε μία καλύτερη ζωή. Τον Ζυγό δεν το είδα σαν επάγγελμα. Όταν μου έκανε την πρόταση ο Νίκος Παπαμιχαήλ να συνεργαστούμε το είδα αλλιώς, επειδή μου άρεσαν πάντα τα μαγαζιά. Αν και δεν ήμουν γλεντζές. Πήγαινα μόνο με την ομάδα. Δεν ξενυχτούσα. Από τον Ζυγό όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές είχαν περάσει. Η Αλεξίου, ο Πάριος, η Γαλάνη, ο Μητροπάνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και πόσοι δεν περάσανε».