“Την περασμένη εβδομάδα, σταμάτησα σε ένα φούρνο για να πάρω κάτι για πρωινό. Καθώς έτρωγα στο αυτοκίνητο μου, παρατήρησα έναν άστεγο άντρα που κάθονταν στο πεζοδρόμιο μαζί με το σκύλο του.
Κρατούσε ένα βρώμικο χαρτόνι που έγραφε με μεγάλα γράμματα ότι ζητάει χρήματα ή λίγα τρόφιμα για τον ίδιο και τον σκύλο του. Έμοιαζε σαν άνθρωπο που η ζωή του φέρθηκε με τον χειρότερο, τον πιο σκληρό τρόπο.
Όση ώρα παρακολουθούσα, κανείς από τους περαστικούς δεν σταμάτησε να του δώσει κάτι. Αλλά αυτός δεν απογοητεύτηκε. Με το χαρτόνι στον χέρι και τον σκύλο δίπλα του, κάθονταν ακίνητος στο ίδιο σημείο υπομονετικά, αόρατος για τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν τελείωσα το πρωινό μου, αποφάσισα να πάω ξανά στο φούρνο για να πάρω μερικές ακόμη τυρόπιτες και ένα ψωμί. Βγαίνοντας, επέστρεψα στο αυτοκίνητο για να πάρω και μια σακούλα κροκέτες που είχα αγοράσει για τον δικό μου σκύλο. Στη συνέχεια πλησίασα τον άστεγο για να του τα δώσω.
Μόλις είδε την πλαστική σακούλα από τον φούρνο μου χαμογέλασε πλατιά. Αλλά μόλις του έδωσα τις κροκέτες για τον σκύλο του, τα έχασε κυριολεκτικά. Μόλις κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, άρχισε να μου λέει με φωνή που έτρεμε, πόσο πολύ με ευχαριστεί. Μου είπε ότι είχε περάσει καιρός από τη μέρα που κάποιος τον αντιμετώπισε σαν πραγματικό ανθρώπινο ον.
Τον ρώτησα αν είναι πρόθυμος να εργαστεί σκληρά για ένα αξιοπρεπές μεροκάματο και μου είπε ότι θα είναι ο πιο εργατικός και ο πιο αφοσιωμένος υπάλληλος που είχα ποτέ. Του έδωσα 20 ευρώ και του είπα να με συναντήσει στο ίδιο σημείο το επόμενο πρωί.
Την επόμενη μέρα σταμάτησα πάλι στο φούρνο. Όπως μου είχε υποσχεθεί ήταν εκεί και με περίμενε. Μπήκαν με το σκύλο του στο αυτοκίνητο μου και ξεκινήσαμε για το εργοτάξιο.
Όντως, δεν μου είχε πει υπερβολές. Αυτός ο άντρας ήταν όντως πολύ εργατικός. Όλη μέρα κουβαλούσε ξύλα και εργαλεία, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε μια φορά.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας έμαθα πώς είχε χάσει τη γυναίκα του σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ότι το σπίτι του, που με τόσο κόπο και θυσίες αγόρασε, του το κατάσχεσε η τράπεζα. Δεν είχε παιδιά ή συγγενείς και τα βράδια κοιμόνταν κάτω από μια γέφυρα. Τα περισσότερα από τα υπάρχοντα του, του τα είχαν κλέψει.
Κάθε φορά που ζητούσε χρήματα ή τρόφιμα από τους περιαστικούς, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον έφτυναν ή τον κλωτσούσαν. Αν και οι περισσότεροι απλά δεν τον έβλεπαν καν. Για αυτούς ήταν αόρατος.
Μου είπε ότι είχε φτάσει αρκετές φορές σε σημείο να θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Αυτό που τον σταματούσε όμως πάντα ήταν ο σκύλος του.
“Αν φύγω”, μου είπε, ” τι θα συμβεί στον μοναδικό μου φίλο;”
Στο τέλος της ημέρας, του έδωσα την αμοιβή του: 70 ευρώ. Το βλέμμα στο πρόσωπό του άξιζε απόλυτα τον κόπο.
Του ζήτησα να έρθει πάλι για δουλειά και τις επόμενες μέρες. Μια εβδομάδα μετά, στην επιστροφή μου ζήτησε να τον αφήσω σε άλλο σημείο και όχι στον φούρνο όπου τον άφηνα πάντα. Μου εξήγησε ότι με τα χρήματα που του έδωσα, νοίκιασε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα κοντά στον φούρνο. Το προπλήρωσε για δυο μήνες. Μου είπε πόσο σημαντικό ήταν για αυτόν και τον σκύλο του να μην χρειάζεται να κοιμούνται έξω στο κρύο τα βράδια.
Έμοιαζε εντελώς διαφορετικός σε σχέση με τον άνθρωπο που είχα δει εκείνο το πρωινό έξω από το φούρνο. Μου υποσχέθηκε ότι θα είναι διαθέσιμος και την επόμενη εβδομάδα αν τον χρειάζομαι για δουλειά.
Του είπα ότι την επόμενη εβδομάδα θα δουλεύω στην άλλη πλευρά της πόλης. Αλλά πριν πάω, θα κάνω μια παράκαμψη μέχρι τον φούρνο για να τον πάρω και αυτόν μαζί μου”.