«Πρέζες υπάρχουν πολλές. Δεν είναι μόνο η ηρωίνη. Αλλά η ηρωίνη σκοτώνει, αυτή είναι η μόνη διαφορά», συνήθιζε να λέει ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Ο πρίγκηπας του ελληνικού ροκ, δεν έκρυψε ποτέ τη σχέση του με τις εξαρτήσεις. Δεν φοβήθηκε. Τις αγαπούσε και ας ήξερε πως τον καταστρέφουν. Ακόμα και αυτό το αγαπούσε. Και αυτό ήταν τελικά που τον κατέστρεψε.
Και όταν έλεγε πως «πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη», το εννοούσε και το βίωνε και ο ίδιος στο πετσί του. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλοί τρόποι για να «γίνεις». Η μουσική. Η μπάλα. Η αδρεναλίνη. Οι γυναίκες. Ο Παύλος ειδικά στη μουσική και στις γυναίκες είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία.
Καταραμένος ποιητής ο ίδιος, βρήκε τη μούσα του στο πρόσωπο μιας ποιήτριας. Μαζί της βυθίστηκε στο σκοτεινό κόσμο των ναρκωτικών. Και όταν εκείνη έκανε την προσπάθειά της για να βγει και πάλι στο φως εκείνος έκανε ακόμα μεγαλύτερη βουτιά. Η γυναίκα που αγάπησε περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη του σημάδεψε την ψυχή και το σώμα.
Ο πρίγκηπας του ελληνικού ροκ
Γεννημένος στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 1948 ο πρίγκηπας ήταν δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτη γυναίκας του σπουδαίου Νίκου Καζαντζάκη. Καλλιτεχνική φύση από την κούνια του. Πνεύμα ελεύθερο και άναρχο, σχεδόν παράτησε μια ζωή με ανέσεις και προνόμια για να υπηρετήσει τη μουσική. Να ζήσει τη ζωή του, όπως αυτός ήθελε.
Από νεαρή ηλικία -κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960- κάνει τις πρώτες του επαφές με διάφορα ροκ συγκροτήματα. Η καθοριστική στιγμή, ωστόσο, έρχεται το 1969 όταν γνωρίζει σε μια συναυλία τον Παντελή Δεληγιαννίδη, κιθαρίστα των Olympians, με τον οποίο αποφασίζουν να φτιάξουν το συγκρότημα Δάμων και Φιντίας.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα μπαίνουν, σαν από μόνα τους, σε μια φυσική ροή. Παίζει πολλά live στο Κύτταρο όπου γνωρίζει τον Πουλικάκο, τον Θανάση Γκαϊφύλλια ενώ αργότερα -μετά την πτώση της χούντας- γνωρίζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Συμμετείχε σε τρεις δίσκους του μεγάλου συνθέτη αλλά πολλές περισσότερες ήταν οι εμφανίσεις που έκαναν μαζί σε συναυλίες ανά την Ελλάδα.
Παράλληλα, ο Παύλος έχει και έντονη προσωπική ζωή. Μεγάλος του έρωτας εκείνη την εποχή είναι η Κάθυ. Μια όμορφη κοπέλα με την οποία ο Σιδηρόπουλος είχε μια έντονη αλλά μικρής διάρκειας σχέση. Για εκείνη, μάλιστα, γράφει ένα από τα καλύτερά του τραγούδια. Το «Στην Κ» το οποίο αργότερα θα συμπεριλάβει στο δίσκο «Φλου» που έκανε μαζί με τους «Σπυριδούλα».
Μέσω εκείνης της σχέσης ο Παύλος, γνώρισε τη γυναίκα που έμελλε να τον σημαδέψει. Φίλη και συμμαθήτρια με την Κάθυ ήταν η Γιόλα Αναγνωστοπούλου.
Μια καταστροφική σχέση με άρωμα θανάτου
Οι απόψεις για το πότε έγινε η γνωριμία των δυο τους διίστανται. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Νταλούκας που έχει κάνει σχετική έρευνα την οποία και δημοσιεύει στο βιβλίο του «Το βιβλίο των ηρώων του τρόμου» από τις εκδόσεις ΟΞΥ, τοποθετεί τη γνωριμία τους τα Χριστούγεννα του 1977. Η ίδια η Γιόλα, σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Μ. Νταλούκα, λέει πως αυτό έγινε το Πάσχα του 1978. Εκείνη την εποχή η Γιόλα ζούσε στο Παρίσι όπου σπούδαζε και είχε έρθει στην Ελλάδα για τις γιορτές. Το πρώτο βράδυ που βρίσκεται στην Ελλάδα, πηγαίνει σε ένα φιλικό σπίτι, παίρνει μια φίλη της, την Αλκμήνη, και πηγαίνουν σε ένα μπαρ. Στη «Σφίγγα», στη Διδότου. Μπαίνουν μέσα και εκεί συναντά τον Παύλο ο οποίος μόλις την είδε της… έκλεισε το δρόμο, απλώνοντας το πόδι του. Εκείνη του λέει «συγγνώμη, θέλω να πιω ένα ποτό» και το παραμερίζει! Αυτή ήταν η αρχή…
Όποια από τις δυο εκδοχές και να ισχύει, αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι, πως εκείνη η συνάντηση, ήταν η αρχή μιας σχέσης δίχως φρένα. Ο ένας βυθίζεται στον κόσμο του άλλου. Λέγεται πως ο Παύλος παραδόθηκε. Η Γιόλα προσπαθούσε να κρατήσει αντιστάσεις και στη ουσία ποτέ δεν παραδόθηκε. Εκείνη η περίοδος είναι για τον Σιδηρόπουλο, ίσως, η πιο δημιουργική του. Γράφει τον «Φλου» και το «Εν Λευκώ», τους κατά γενική ομολογία καλύτερους δίσκους του.
Από την άλλη η Γιόλα γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει. Λίγο μετά τη γνωριμία τους εκείνη εθίζεται στην ηρωίνη. Η ίδια, στη συνέντευξή της στον Μ. Νταλούκα, είπε: «Εμένα δεν με έβαλε κανείς στην ηρωίνη. Ούτε φίλος, ούτε γκόμενος. Το έκανα συνειδητά μόνη μου. Το πρώτο φιξάκι που έκανα ήταν μόνη μου, μέσα σε ένα δωμάτιο. Ήθελα πάθη. Γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Δεν είχα πιει ούτε αλκοόλ, ούτε χάπια, ούτε ινδική κάνναβη» και πρόσθεσε: «Στην ηρωίνη δεν μπήκα στην Ελλάδα. Μπήκα όταν ήμουν στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 1978 ξεκίνησα. Ο Παύλος το έμαθε στις ηχογραφήσεις του «Φλου». Μου ζητούσε να έρχομαι στην Αθήνα τα σαββατοκύριακα γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να μπει μέσα στο στούντιο να ηχογραφήσει».
Γρήγορα μπαίνει και αυτός στον σκοτεινό κόσμο της ηρωίνης. Βυθίζεται ολοένα και περισσότερο. Η σχέση τους μπλέκεται κάπου ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και το πάθος για την πρέζα. Μέχρι που κάποια στιγμή, το 1980, η Γιόλα αποφασίζει να εγκαταλείψει και την ηρωίνη και τον Παύλο.
«Του έλεγα, Παύλο θα σε αφήσω. Εγώ δεν ήθελα άλλο. Είχαμε φτάσει στο σημείο να του κάνω εγώ τα φιξάκια του γιατί εκείνος δεν έβρισκε φλέβα και καταματωνόταν ενώ για μένα ήταν πολύ πιο εύκολο. Κάναμε μια κοινή προσπάθεια να κόψουμε την πρέζα μαζί, στο εξοχικό μου στον Άγιο Κωνσταντίνο με τη συμφωνία πως δεν θα πάρει τίποτα μαζί του. Τελικά τον βρήκα κάποια στιγμή στο μπαλκόνι να κάνει χρήση. Τσακωθήκαμε άγρια, γυρίσαμε στην Αθήνα. Εγώ συνέχιζα να είμαι καθαρή κι εκείνος να κάνει χρήση. Εκεί τελείωσαν όλα» είχε πει στη συνέντευξή της στον Μ. Νταλούκα.
Το τέλος του Παύλου και ο θάνατος της Γιόλας
Άνθρωποι που έζησαν κοντά στον Παύλο, λένε πως ουδέποτε ξεπέρασε τον χωρισμό του από την Γιόλα. Βέβαια, ούτε και εκείνη κατάφερε να ξεφύγει από την ηρωίνη. Ίσως ούτε εκείνη κατάφερε να ξεπεράσει τον Παύλο.
Μετά την Γιόλα ο Παύλος γνωρίζει την τραγουδίστρια Ηδύλη Τσαλίκη η οποία κάνει πραγματικό αγώνα προκειμένου να τον βγάλει από τα ναρκωτικά. Ο ίδιος ο Παύλος, έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ευτυχισμένος. Οι δυο τους, ωστόσο, χωρίζουν και πλέον ο Σιδηρόπουλος ξεκινάει να βαδίζει προς το τέλος.
Δέκα χρόνια μετά τον χωρισμό του με τη Γιόλα ο Σιδηρόπουλος έχει αποκτήσει πολλά προβλήματα υγείας από τη χρήση ναρκωτικών. Το καλοκαίρι του 1990 παραλύει το αριστερό του χέρι. Αυτό, σε συνδυασμό με το θάνατο της μητέρας του που είχε προηγηθεί μερικούς μήνες πριν, τον καταρρακώνει ψυχολογικά και επισπεύδει το αναπόφευκτο.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος πηγαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει νέα τραγούδια. Εκεί τον περιμένουν κι άλλοι μουσικοί αλλά εκείνος εμφανίζεται μεθυσμένος και έχοντας επιθετική συμπεριφορά, τσακώνεται με τους πάντες και φεύγει. Δυο ημέρες μετά, σε ηλικία 42 ετών, θα βρεθεί νεκρός σε ένα σπίτι στο Νέο Κόσμο. Ο μπασίστας και προσωπικός φίλος του Παύλου, Αλέκος Αράπης, είχε πει πως ο Σιδηρόπουλος πήρε ηθελημένα την μοιραία υπερβολική δόση, απογοητευμένος από τα προβλήματα που είχε στο χέρι του.
Σε ότι αφορά την Γιόλα, το τέλος της ιστορίας, είναι περίπου το ίδιο. Προσπάθησε να κόψει την πρέζα χωρίς να το καταφέρει. Παράλληλα, βυθίστηκε στο αλκοόλ και κάπνιζε μανιωδώς παρά το γεγονός πως οι γιατροί της το είχαν απαγορέψει εξαιτίας της βεβαρημένης υγείας της. Τελικά, σε ηλικία 50 ετών, πέθανε μόνη της, μέσα στο σπίτι της, εξαιτίας του κατεστραμμένου συκωτιού της.