Δεν έχουν τέλος οι συγκλονιστές μαρτυρίες συνανθρώπων μας για τις δραματικές στιγμές που έζησαν στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την 23η Ιουλίου του 2018. Οι σπαρακτικές περιγραφές που ακολουθούν προκαλούν ανείπωτη θλίψη και θρήνο σε όλους μας.
Μάτι: «Η εγγονή μου ήταν 6 μηνών και ξεψύχησε στα σκαλιά του νοσοκομείου»
Με σπαρακτικό τρόπο περιέγραψε ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης τις δραματικές στιγμές που βίωσε εκείνη τη «μαύρη» μέρα, η οποία στέρησε τη ζωή από την κόρη και την 6 μηνών εγγονή του. Την αγωνιώδη προσπάθεια του να εντοπίσει την κόρη του Μαργαρίτα και το 6 μηνών μωράκι της περιέγραψε ο πατέρας της Χαραλαμπος Διονυσιώτης στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής.
«Η οικογένεια μου δεν ζει, υπάρχει απλά και περιμένουμε τη δικαίωση των παιδιών μας και όσων έφυγαν και των ανθρώπων που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή τους. Με δυο λόγια δικαίωση» είπε ο μάρτυρας και αναφέρθηκε σε όσα συνέβησαν την 23η Ιουλίου 2018.
Ο ίδιος βρισκόταν με τη σύζυγο του σε ιατρικό ραντεβού στο Χολαργό, όταν δέχτηκε τηλεφώνημα από την κόρη του που του έλεγε πως την ειδοποίησε ο σύζυγος της (πυροσβέστης) να φύγει από το σπίτι.
«Της είπα φύγετε αμέσως. Πάρε το μωρό και πηγαίνετε στο λιμάνι της Ραφήνας. Καθίστε σε ένα καφέ και έρχομαι να σας πάρω. Κατέβηκα στο λιμάνι και πήγα στις καφετέριες και ρωτούσα. Δεν τους βρίσκω πουθενά. Βλέπαμε από το λιμάνι απέναντι μας τεράστιες φλόγες. Τελευταία επαφή ήταν όταν με πήρε και μου είπε ότι φεύγει από το σπίτι. Μετα το τηλέφωνο της ήταν νεκρό» είπε ο κ. Διονυσιώτης.
Απελπισμένος αφού δεν μπορούσε να εντοπίσει την κόρη του αποφάσισε να την ψάξει ο ίδιος. «Φορούσα σαγιονάρες και μπήκα σε ένα μαγαζί να πάρω ένα ζευγάρι παπούτσια και κάλτσες. Βγαίνοντας από την Ραφήνα τα πράγματα ήταν ανεξέλεγκτα. Καίγονταν ξύλα,κολόνες της ΔΕΗ, σπίτια…Φώναζα το όνομα της κόρης μου. Δεν έπαιρνα απάντηση και έφευγα. Εκείνη την ώρα συνάντησα και τον πρώτο νεκρό .Ήταν ένας καμενος άνθρωπος. Συνέχισα κι έφτασα στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είχα τυλίξει το πρόσωπο μου με μια φανέλα βρεγμένη».
Ο μάρτυρας συνέχισε την αναζήτηση της κόρης του ψάχνοντας τις παραλίες και φωνάζοντας το όνομα της.
«Εφυγα προς την Αργυρά Ακτή. Στη διαδρομή είδα δεκάδες αυτοκίνητα καμένα. Κατάφερα και πέρασα ανάμεσα. Τα αθλητικά παπούτσια που φορούσα κολλούσαν στη άσφαλτο. Κατέβηκα στην Αργυρά Ακτή που μου είπε ο γαμπρός μου ότι ήταν εκεί.. Φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση. Την ώρα που πήγαινα να φύγω άκουσα μια φωνή από τη θάλασσα εδώ είναι η Μαργαρίτα. Δεν ήταν η φωνή της κόρης μου. Δεν μπορεί μου είπε να βγει έξω….Ήταν πίσσα σκοτάδι. Ζήτησα βοήθεια από ένα παλικάρι. Μπήκαμε μέσα είδα την κόρη μου να έχει αγκαλιά το μωρό και υπήρχε και ένας Ρουμάνος πυροσβέστης διασώστης που έκανε μαλάξεις στο παιδί. Βγάλαμε τη Μαργαρίτα έξω. Πήρα τηλέφωνο το γαμπρό μου και του είπα έλα θέλω βοήθεια αλλά να είσαι ψύχραιμος τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά».
Η δική του προσπάθεια οδήγησε το παιδί στο νοσοκομείο, αφού κατάφερε να πείσουν ένα εθελοντικό πυροσβεστικό φορτηγάκι να πάρει διασώστη μαζί με το μωρό στο νοσοκομείο Παίδων.
«Εγώ κάθισα με το κορίτσι μου μια περιμένω τον γαμπρό μου να φέρει το αυτοκίνητο. Ως εκ θαύματος εμφανίστηκε το μοναδικό ασθενοφόρο και έβαλα την κόρη μου» είπε και συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή: «Πήγαμε στο Παίδων που είχαν πάει το μωρό. Το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μας είπαν ότι «Αργήσατε». Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε παρουσία να συνδράμουν όσους είχαν ανάγκη το παιδί θα είχε φτάσει νωρίτερα στο νοσοκομείο και σήμερα να υπήρχε ανάμεσα μας».
Όπως είπε ο μάρτυρας, μετά την τραγική είδηση του θανάτου του εγγονιού του, έτρεξε στο νοσοκομείο που βρισκόταν η κόρη του. «Η Μαργαρίτα ήταν διασωληνωμένη. Το σπίτι ήταν καμένο. Ξαναγυρίσαμε στο νοσοκομείο. Πάλι δεν είδα κανέναν να περιφέρεται μέσα στην καμένη γη. Και αυτοί που ήταν καμένοι και ίσως να είχαν μια στάλα ζωή, να τους μεταφέρουν, να φύγουν με αξιοπρέπεια και όχι να φύγουμε πεσμένοι μέσα στη γη. Να πεθάνουν στο νοσοκομείο με αξιοπρέπεια. Αυτό έγινε το πρωί».
Μάτι: «Η Μαργαρίτα άφησε ένα γράμμα»
Συγκίνηση προκάλεσε στο ακροατήριο η κατάθεση της Μαρίας Διονυσιωτη, μητέρας της Μαργαρίτας και γιαγιάς του βρέφους που έχασε τη ζωή του στη φωτιά.
«Ο σύζυγός της μου είπε ότι άφησε ένα γράμμα. Μόλις την έβαλαν στο ασθενοφόρο παρακάλεσε τους διασώστες να υπαγορεύσει κάτι πριν τη δισσωληνώσουν. Τους υπαγόρευσε το γράμμα και παρακάλεσε να το παραδώσουν στην οικογένεια της. Ευχαριστούσσε τον Αντρέα για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε και για τους γονείς της ότι ήταν υπερήφανη και όλους θα μας αγαπάει για πάντα. Αυτό το έδωσαν στον σύζυγό της από το γραφείο κίνησης του Ευαγγελισμού. Το χαράξαμε σε μια πλακέτα και είναι το φυλαχτό μας» είπε με σπασμένη φωνή.
Η γυναίκα περιέγραψε ότι επί 11 ημέρες περίμενε ένα θαύμα που θα έσωζε τη ζωή της κόρης της. «Κατέληξε στις 3 Αυγούστου. Είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να ανάψω κερί να κάνει το θαύμα του και την ώρα που ήμουν στο κοιμητήριο φτάνοντας στο τροχόσπιτο και είδα τον άντρα της να κάνει μια γνωστή κίνηση μου είπε η Μαργαριτουλα μας δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας».
Φονική πυρκαγιά Μάτι: «Όταν βγήκαμε στο λιμάνι δεν υπήρχε κανείς να μας περιθάλψει»
Τις δραματικές στιγμές που έζησε παλεύοντας με τις φλόγες και τα κύματα περιέγραψε η εγκαυματίας Δήμητρα Καστορίδα, καταγγέλλοντας πως ακόμα και όταν κατάφεραν να φτάσουν στο λιμάνι, δεν υπήρχε κανείς για περιθάλψει τους διασωθέντες.
«Κατά τις πεντέμισι έξι παρά άρχισα να αισθάνομαι περισσότερη θολούρα και περισσότερο καπνό. Είχα αρχίσει να μπαίνω σε ανησυχία. Άνοιξα την κουρτίνα να δω αν είχε περάσει κάποιο πυροσβεστικό όχημα ή πυροσβέστης για να μας πει αν πρέπει να φύγουμε. Ξαφνικα έγινε διακοπή ρεύματος και αντιλαμβάνομαι ότι έγινε ζημιά σε πυλώνα της ΔΕΗ. Ακουσα σπαρακτική φωνή της ηλικιωμένης γειτόνισσα που μου έλεγε «Δήμητρα παιδί μου να φύγουμε». Έκλεισα τα κουφώματα και έφυγα αμέσως» είπε η κυρία Καστορίδα.
Στην προσπάθεια της να φτάσει στη θάλασσα έπεσε σε ένα κομβόι αυτοκινήτων.
«Κατάλαβα ότι ήταν ώρα μηδέν γιατί έβλεπα ότι είχε πιάσει φωτιά και μπροστά μου. Έτρεξα από μια δίοδο στη θάλασσα για να σωθώ. Ένιωθα έντονο τον καπνό και με ακολουθούσε η φωτιά πίσω μου. Τα κύματα ήταν πολύ μεγάλα. Μπήκα με το σώμα μου για να μην πατήσω γιατί είχε πολλούς αχινούς. Μόλις έπεσα αισθάνθηκα το χέρι μιας γυναίκας που με ρώτησε «θέλεις να συνεχίσουμε και σε αυτό;». Της είπα ναι. Και μου είπε ότι τη λένε Νεκταρία. Ακούσαμε μια γυναίκα που κρατούσε το παιδί της στο βράχο και ζητούσε βοήθεια γιατί το παιδί της δεν ήξερε μπάνιο. Ακούσαμε μια γυναίκα που ζητούσε να βοηθήσουμε τον πατέρα της που ήταν καρκινοπαθής. Εκείνος έλεγε «παιδιά φύγετε εγώ είμαι μεγάλος άνθρωπος». Ένα κύμα στα επόμενα λεπτά μας έστειλε πολύ μακριά. Βρεθηκαμε καταμεσής της θάλασσας. Παλεύαμε να κρατήσουμε το κεφάλι μας πάνω στη θάλασσα. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές. Ήταν μια οικογένεια με τα παιδιά της. Ένα από αυτά μου, που το έλεγαν Λυδία μου είπε πιστεύετε θα ζήσουμε; Της είπα ναι αν και εγώ είχα αρχίσει να χάνω τις ελπίδες μου».
Έπειτα από πολλες ώρες μάχης με τα κύματα ένα καράβι έφτασε για να τους βοηθήσει.
«Η χαρά μας απέραντη. Πέταξαν δύο σωσίβια. Η Νεκταρία μόλις έδωσε τα χέρια στους ναύτες βυθίστηκε τόσο πολύ που νόμιζα ότι δεν θα ξαναβγεί στην επιφάνεια. Καταφερε να βγει. Την τράβηξαν και από τα μαλλιά. Μετά ανέβηκα και και εγώ. Όταν βγήκαμε στο λιμάνι δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να μας δώσει μια κουβέρτα να μας περιθάλψει. Είμαστε ξυπόλητες. Μας κρατούσαν από τις μασχάλες ο σύζυγος μου και ο κουνιάδος μου».