Βασίλης Παλαιοκώστας: Είναι ο πλέον επικηρυγμένος καταζητούμενος στην Ευρώπη. Οι αποδράσεις του και οι απαγωγές του έμειναν στην ιστορία. Πού βρίσκεται σήμερα ο Βασίλης Παλαιοκώστας;
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας βρίσκεται στις λίστες με τους πιο καταζητούμενους κακοποιούς της Ιντερπόλ, και είναι επικηρυγμένος για 1.000.000 ευρώ, ποσό πολύ μεγαλύτερο από οποιονδήποτε άλλο καταζητούμενο στη λίστα αυτή, ακόμα και από αυτούς που κατηγορούνται για δολοφονίες.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας γεννήθηκε το 1966 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων.Σε συνεργασία με τον αδερφό του, Νίκο Παλαιοκώστα, πραγματοποίησαν ληστείες κοσμηματοπωλείων, τραπεζών καθώς και απαγωγές.
Το BBC το 2014 είχε αφιέρωμα στο “BBC News Magazine profile”, για τον Βασίλη Παλαιοκώστα με τίτλο “The Uncatchable” («Ο άπιαστος»).
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας συνεχίζει να είναι ελεύθερος μετά την θεαματική του απόδραση. Μόλις πέρυσι εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή – Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου» από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Στο βιβλίο αυτό, ο Παλαιοκώστας αποδέχεται τις ευθύνες για τα εγκλήματα που έχει κάνει δίνοντας και τις ανάλογες αιτιολογίες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ταυτόχρονα αποποιείται την ευθύνη που του έχει αποδώσει η Ελληνική Αστυνομία για πληθώρα εγκλημάτων αναφέροντας φυσικά και τις ανάλογες αποδείξεις. Άλλωστε, στις συνειδήσεις αρκετών ανθρώπων ο Βασίλης Παλαιοκώστας, δεν έμεινε ως εγκληματίας αλλά ως λαϊκός ήρωας. Και αυτό γιατί βασικός άξονας των ενεργειών του, όπως υποστήριζε, ήταν το να κλέψει από όσους έχουν περίσσευμα και να δώσει σε όσους δεν είχαν τα βασικά.
Τα νεανικά χρόνια
Από πολύ νεαρή ηλικία ο Βασίλης Παλαιοκώστας άρχισε να εργάζεται. Δούλεψε για περίπου δύο χρόνια σε ένα τυροκομείο. Σύμφωνα με πληροφορίες του πατέρα του, ο Βασίλης ήταν ήσυχος και εσωστρεφής. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την ησυχία και την εσωστρέφεια δημιουργήθηκε και μεγάλωνε όλο και περισσότερο ένα αίσθημα αδικίας που θα έπληττε στη συνέχεια την τάξη που πλουτίζει εις βάρος άλλων.
Έτσι, κάποια στιγμή αναπόφευκτα, αποφάσισε να στραφεί εναντίον αυτής της τάξης. Τη δεκαετία του 1980 μαζί με τον αδερφό του, που προέρχονταν από ένα ανεπιτυχές πέρασμα στα καράβια ως εργάτης, γνωρίζουν και ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον διαβόητο εκείνη την εποχή, Κώστα Σαμαρά. Ο Κώστας Σαμαράς ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος που στη συνέχεια σχεδίασε με λεπτομέρεια τις ληστείες που ακολούθησαν.
Η δεκαετία του 1990
Η δεκαετία του 1990 διακρίνεται από το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε και από ένα συνεχές παιχνίδι γάτας και ποντικιού ανάμεσά στις αρχές και τον ίδιο. Τον Απρίλιο του 1990 ο Παλαιοκώστας συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει τον αδερφό του να δραπετεύσει από τη φυλακή οδηγώντας ένα κλεμμένο όχημα. Η προσπάθεια του δεν πέτυχε και έτσι φυλακίστηκε και ο ίδιος στις φυλακές της Χαλκίδας. Από εκεί όμως δραπέτευσε τον Ιανουάριο του 1991 με ένα αυτοσχέδιο σχοινί από δεμένα σεντόνια. Ο αδερφός του Νίκος, αν και είχε καταδικαστεί για πληθώρα ληστειών, αποφυλακίζεται με εγγύηση. Τα δυο αδέρφια θα δημιουργήσουν μια ομάδα που θα απαρτίζεται από τους ιδίους, τον Κώστα Σαμαρά, τον Μιχάλη Μακρυγιάννη και τον Παύλο Κερεμίδη.
Ο στόχος πλέον θα προσανατολιστεί στις τράπεζες οπού τα ποσά είναι ιλιγγιώδη. Η ομάδα διαπράττει 16 καταγεγραμμένες ληστείες σε πανελλαδικό επίπεδο. Τον Ιούνιο του 1992, οι ληστές σχεδίαζαν ένα τολμηρό εγχείρημα στην Καλαμπάκα, όταν αποφάσισαν να χτυπήσουν μια τράπεζα. Η τράπεζα ήταν σε πολύ μικρή απόσταση από το αστυνομικό τμήμα και οι ληστές είχαν σκοπό φυσικά να γελοιοποιήσουν τους αστυνομικούς.
Οι ληστείες τραπεζών
Το πιο «δυνατό» χτύπημα των αδελφών Παλαιοκώστα ήταν μία επίθεση που έγινε τον Ιούνιο του 1992 σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα με λεία 125.000.000 δραχμές. Τα πολλά χρήματα του έδωσαν το περιθώριο να βρίσκει καλύτερη κάλυψη και να ικανοποιεί χρηματικά τα άτομα που τον βοηθούσαν. Οι ληστείες του όσο περνούσε ο καιρός ήταν όλο και καλύτερα οργανωμένες. Στην Καλαμπάκα οι δράστες μπλόκαραν το περιπολικό της ΕΛ.ΑΣ. τοποθετώντας μπροστά και πίσω του οχήματα, ενώ κατά την καταδίωξή τους από αστυνομικούς πετούσαν χαρτονομίσματα.
Η απαγωγή Χαΐτογλου
Το 1995 ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργάνωσε την απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου. Ο όμηρος κρατήθηκε για τέσσερις ημέρες. Η οικογένειά του έδωσε τα λύτρα και ο επιχειρηματίας αφέθηκε ελεύθερος στην Καρδίτσα. Και ενώ ο Βασίλης Παλαιοκώστας είχε έρθει αρκετές φορές τετ α τετ με αστυνομικούς και πάντα κατάφερνε να διαφύγει, ένα τροχαίο ατύχημα το Δεκέμβριο του 1999 τον οδήγησε στα χέρια της ΕΛ.ΑΣ. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν τότε πιστόλια, χειροβομβίδες, πολυβόλα και ασύρματοι για να ακούει τα σήματα των αστυνομικών .Ένα χρόνο αργότερα, το 2000, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 25 ετών για την απαγωγή Χαΐτογλου.
Το χρονικό της απαγωγής
Τον παρακολουθούν και μαθαίνουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο τους για να μεταβεί μετά στην δουλειά του.
Ήταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στο στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη, να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Μπράουνινγκ γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
«Ο Νίκος σαν καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ, σταμάτησε στη διαστάυρωση να ελέγξει την κίνηση. Ο Χαϊτογλου σαν νομοταγής πολίτης σταμάτησε πίσω από το προπορευόμενο Ραβ. Η πόρτα του συνοδηγού του Όπελ (σ.σ. το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν με ακουμπούσε. Την άνοιξα σαν να μην συμβαίνει κάτι. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μην συμβαίνει κάτι! Όμως είχα ήδη το Μπράουνινγκ στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
-Κάνε ότι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
-Μην τολμήσεις χλεχλέ! Θα σε σκίσω! Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα δύο εκατομμύρια δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του, τα οποία τους προσφέρει.
Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντα με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδερφό του Κώστα ότι είναι όμηρος.
Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την αστυνομία και όταν εκείνος το πράτει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέρφια.
«Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας» ξεκινάει να λέει αλλά δεν τελειώνει την φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει.
«Εμείς φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας: Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά την διάρκεια της διαδρομής ο Χαϊτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα δύο αδέρφια σταματούν το αυτοκίνητο σε μια φυσική καβάντζα, του μιλούν ήρεμα και τον ηρεμούν, λέγοντας του: «Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Όταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού.
Μετά από λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέρφια πρόκειται να παραλάβουν τα τρία εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία.
Ο Νίκος που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδερφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται.
Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχθηκε τα λύτρα να είναι διακόσια εβδομήντα εκατομμύρια δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.
Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος γι’ αυτή την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδερφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν.
Ο Κώστας Χαϊτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις εννιά η ώρα το βράδυ, ακολούθησε το δρόμο προς την Άμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο όπως του είχαν πει οι απαγωγείς και μετά από πενήντα μέτρα έφτασε στο γεφυράκι που θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε ο Νίκος και οι Βασίλης πήραν τα χρήματα και κατεθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα.
«Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: «Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμη περιπέτεια».
Ο Βασίλης του απάντησε άμεσα: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Η απαγωγή του Γιώργου Μυλωνά
Το καλοκαίρι του 2008 ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργανώνει την απαγωγή του πρόεδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), Γιώργου Μυλωνά, στη Θεσσαλονίκη. Τα λύτρα που ζητήθηκαν ήταν 12 εκατομμύρια ευρώ. Ο Παλαιοκώστας συνελήφθη και πάλι, καταδικάστηκε αλλά κατάφερε ξανά να αποδράσει με ελικόπτερο το Φεβρουάριο του 2009 από τις φυλακές Κορυδαλλού.
Το χρονικό της απαγωγής
Ήταν ένα βράδυ που επέστρεφαν από μια εκδήλωση στην νέα τους κατοικία και όταν έφτασαν ο Παλαιοκώστας και οι συνεργοί του ανέλαβαν δράση.
«Τον τσάκωσα από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον στο πίσω κάθισμα του είπα με φωνή που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.
-Έλα Μυλωνά…Πάμε μια βολτίτσα»
Παρά το αρχικό σοκ και την απορία του ο βιομήχανος ακολουθεί τελικά την μοίρα του, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, αφού ο Παλαιοκώστας δεν μπορούσε να το βάλει μπροστά.
Λίγη ώρα μετά εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο και ένας από την ομάδα ειδοποιεί την σύζυγο του επιχειρηματία που θα την βρει, μαζί με τα αιτήματα των απαγωγέων.
Στο δρόμο ο Μυλωνάς ηρεμεί κάπως και αρχίζει τις ερωτήσεις.
-Γιατί εμένα βρε παιδιά και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα.
-Όχι, αλήθεια ρωτάω για τα κίνητρα, μήπως μπορώ να βοηθήσω, επέμεινε
-Μην ανησυχείς, θα βοηθήσεις με τα λεφτά σου Γιώργο.
Ο Παλαιοκώστας οδηγεί τον επιχειρηματία σε μια αποθήκη, η οποία έχει διαμορφωθεί σαν σπίτι και οι επόμενες μέρες κυλούν ήσυχα, αφού ο απαχθείς δεν τους δημιουργεί προβλήματα.
Τα λύτρα θα παραδοθούν από την σύζυγο του Μυλωνά, Νέλλη η οποία λαμβάνει συγκεκριμένες οδηγίες από τους απαγωγείς, τις οποίες αφήνουν σε μια πυροσβεστική φωλιά έξω από την κατοικία του ζεύγους.
Την πρώτη φορά εξαιτίας ενός λάθους η παράδοση δεν γίνεται, την δεύτερη όλα θα πάνε καλά και τα λύτρα θα φτάσουν στα χέρια του επονομαζόμενου και Ρομπέν των φτωχών.
Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Αντί για τριάντα εκατομμύρια ευρώ το ποσό είναι δέκα εκατομμύρια οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ και συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή της Νέλλυς Μυλωνά με εξηγήσεις.
Ο Παλαιοκώστας σκέφτηκε πολύ και συζήτησε με τον ίδιο τον Μυλωνά που του είχε πει να μην περιμένει πάνω από δέκα εκατομμύρια γιατί όλα τα κέρδη επενδύονταν στην επιχείρηση.
Την επόμενη μέρα είχε έρθει η ώρα της απόφασης.
-Μυλωνά…Θα σου κάνω μια ερώτηση κι από την απάντηση που θα δώσεις θα κριθεί η ζωή σου. Θες να πεθάνεις ή να πας σπίτι σου;
Φωτίστηκε το πρόσωπό του…κατάλαβε.
-Να πάω σπίτι μου βρε παιδιά…
Λίγες ώρες αργότερα, στη περιοχή των Γιαννιτσών, ο Παλαιοκώστας έβγαλε το κάλυμμα των ματιών από τον επιχειρηματία, του έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου και του είπε:
-«Ακολούθα τον χωματόδρομο χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Στο τέρμα του δρόμου θα βρεις ένα αυτοκίνητο να πας σπίτι σου» και καταλήγει γράφοντας: «Εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας».
Οι τέσσερις κινηματογραφικές αποδράσεις
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι ο καταζητούμενος που έγινε «θρύλος» από τις ληστείες, τις απαγωγές και κυρίως από τις τέσσερις κινηματογραφικές αποδράσεις που έχουν γραφτεί στο «βιογραφικό» του. Η ικανότητά του να μεταμφιέζεται, να μπορεί να κρύβεται κάτω από τη… μύτη των Αρχών και να συνεχίζει τη ζωή του έχοντας κατά περιόδους εκατοντάδες αστυνομικούς να τον αναζητούν, έχει γιγαντώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φήμη του. Τα κλιμάκια που είχαν σχηματιστεί από την Ασφάλεια με αποκλειστικό σκοπό τον εντοπισμό του δεν κατάφεραν να βρουν τα ίχνη του, χωρίς όμως να έχει εγκαταλειφθεί η προσπάθεια των Αρχών.
Στις 4 Ιουνίου του 2006, ένα ελικόπτερο που εκτελούσε αερομεταφορές αναψυχής για λογαριασμό της ελληνικής εταιρείας ενοικίασης Airlift απογειώνεται με δυο επιβάτες. Ο ένας από αυτούς, λίγα λεπτά αργότερα, σημαδεύει τον πιλότο με ένα όπλο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Νίκος Παλαιοκώστας και είχε ως γνώμονα να βοηθήσει τον αδερφό του να δραπετεύσει.
Εντός ολίγων λεπτών, το ελικόπτερο βρίσκονταν πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Οι φρουροί υπέθεσαν ότι πρόκειται για μια επιθεώρηση, παρόλο που δεν είχαν ενημερωθεί για κάτι τέτοιο. Καθώς το ελικόπτερο πλησίαζε, ο πιλότος φώναξε προς τους φρουρούς ότι οι επιβάτες είναι οπλισμένοι. Σύντομα οι φύλακες αντιλήφθηκαν τι γινόταν, όμως ήταν ήδη αργά. Η επιχείρηση είχε ξεκινήσει και σύντομα οι Βασίλης Παλαιοκώστας και Αλκέτ Ριζάι έτρεχαν προς το ελικόπτερο. Οι φύλακες, ανήμποροι να αποτρέψουν την απόδραση, παρακολουθούσαν την εξέλιξη της. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο Αλκέτ Ριζάι ήταν ξανά ελεύθεροι.
Μετά από την κινηματογραφική αυτή απόδραση, ο Αλκέτ Ριζάι και ο Νίκος Παλαιοκώστας συνελήφθησαν αρκετά γρήγορα. Ο Βασίλης ωστόσο έμεινε ελεύθερος και συνέχισε να δρα. Στις 9 Ιουνίου του 2008 απήγαγε τον Γιώργο Μυλωνά, έναν δισεκατομμυριούχο μεγιστάνα αλουμινίου που είχε εξοργίσει το λαό με τις πρακτικές που ακολουθούσε. Ο επιχειρηματίας κρατήθηκε από τον Παλαιοκώστα σε σπίτι – κρησφύγετο στη Σουρωτή για δύο εβδομάδες περίπου. Για να τον αφήσει ελεύθερο, ζήτησε πάνω από δέκα εκατομμύρια ευρώ.
Όταν πήρε αυτό το ποσό, άφησε τον Μυλωνά να φύγει ελεύθερο χωρίς να του κάνει κανένα κακό. Όπως και στην περίπτωση του Χαΐτογλου, έτσι και ο Μυλωνάς είπε ότι οι απαγωγείς του ήταν ευγενικοί και του φέρονταν καλά. Δήλωσε μάλιστα ότι ο Παλαιοκώστας του αγόραζε και εφημερίδα. Λίγες μέρες αργότερα, οι αρχές κατάφεραν να εντοπίσουν τον δράστη στο σπίτι όπου είχε κρατηθεί ο βιομήχανος. Έτσι, στις 2 Αυγούστου του 2008 μία ομάδα ειδικών δυνάμεων τον συνέλαβε. Ο Παλαιοκώστας είχε πιαστεί ξανά από τις ελληνικές αρχές και το αίσθημα δικαιοσύνης της Ελληνικής Αστυνομίας είχε αποκατασταθεί, προσωρινά ωστόσο.
Η μεγάλη απόδραση: Τhe sequel
Κατά την προδικαστική του ακρόαση στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2009, συγκεντρώθηκαν πολλοί άνθρωποι έξω από το δικαστήριο υποστηρίζοντας τον Παλαιοκώστα. Αγρότες, φοιτητές και αναρχικοί φώναζαν για «Λευτεριά στον Παλαιοκώστα». Ο ίδιος δήλωνε στο δικαστήριο «Έπαιξα και έχασα, η αστυνομία νίκησε». Έτσι, στάλθηκε πίσω στις φυλακές Κορυδαλλού μέχρι τη δίκη του, παρέα με τον Αλκέτ Ριζάι. Πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν αυτή τη δήλωση και θρήνησαν το τέλος της αξιοσημείωτης πορείας του Βασίλη Παλαιοκώστα. Ωστόσο ο ίδιος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 2009, μια μέρα πριν ξεκινήσει η δίκη του, ο Βασίλης Παλαιοκώστας δραπετεύει ξανά από τις φυλακές Κορυδαλλού. Στο πλευρό του είναι και πάλι ο Αλκέτ Ριζάι και το μέσο της απόδρασης είναι και πάλι το ελικόπτερο. Αυτή τη φορά, μια γυναίκα είχε επιβιβαστεί σε ένα ενοικιαζόμενο ελικόπτερο της Interjet. Υπό την απειλή μια χειροβομβίδας, οδήγησε τον πιλότο στη φυλακή. Η γυναικά αυτή ήταν η σύντροφος του Ριζάι, Σούλα Μητροπία.
Στις 15:50, ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε στην οροφή της πτέρυγας, και η Μητροπία έριξε ένα σχοινί προς το μέρος των Ριζάι και Παλαιοκώστα. Το ελικόπτερο απογειώθηκε και η απόδραση είχε στεφθεί με επιτυχία για ακόμα μια φορά. Οι κρατούμενοι που παρακολουθούσαν από την φυλακή πανηγύριζαν και οι φύλακες είχαν μείνει για ακόμα μια φορά εκτεθειμένοι.
Οι αλλαγές στην εμφάνιση και οι φήμες για πλαστικές
Οι αλλαγές στην εμφάνισή του έγιναν αντιληπτές στις 6 Φεβρουαρίου 2011, σε καφετέρια του Αγίου Στεφάνου Αττικής. Ο διαβόητος κακοποιός, φανερά αδυνατισμένος με αρκετά αλλοιωμένα χαρακτηριστικά προσώπου, ίσως με πλαστική επέμβαση και προσθετική μαλλιών, φαινόταν να αγοράζει δύο καφέδες, πρόχειρο φαγητό, μερικές εφημερίδες και να επιβιβάζεται ξανά σε σκούρο αυτοκίνητο μάρκας AUDI A4, που το οδηγούσε ένας ψηλός και ξανθός άνδρας.
Σχεδόν μία ώρα αργότερα φέρεται να ήρθε αντιμέτωπος με περιπολία του Τμήματος Ασφαλείας Λιβαδειάς στην περιφερειακή οδό Λιβαδειάς – Αράχωβας. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ένα από τα δύο άτομα που επέβαιναν στο ύποπτο όχημα, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, βγήκε από το αυτοκίνητο, γονάτισε και πήρε θέση σκοπευτή. Στη θέα του περιπολικού και από απόσταση περίπου 100 μέτρων άρχισε να πυροβολεί. Μία από τις σφαίρες τραυμάτισε στο μηρό έναν από τους αστυνομικούς.
Λίγο αργότερα το συγκεκριμένο αυτοκίνητο βρέθηκε εγκαταλελειμμένο έξω από τη Χαιρώνεια Βοιωτίας. Είχε υποστεί μηχανική βλάβη. Κάποιοι πολίτες μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να τους βοηθήσουν, με τον Παλαιοκώστα να τους λέει ότι έχει καλέσει… οδική βοήθεια. Πήραν δύο ορειβατικούς σάκους και έφυγαν με τα πόδια. Στο εσωτερικό του οχήματος βρέθηκαν, σύμφωνα με την Αστυνομία, αποτυπώματα του Βασίλη Παλαιοκώστα. Από τη Χαιρώνεια οι δράστες άρπαξαν ένα μπλε αυτοκίνητο, που βρήκαν με τα κλειδιά στη μίζα, έξω από ένα καφενείο. Και αυτό το όχημα βρέθηκε σχεδόν ενάμιση μήνα αργότερα, μετά από τηλεφώνημα, στην περιοχή Αγία Τριάδα Μαραθώνα Αττικής.
Πού εικάζεται πως βρίσκεται σήμερα
Ο «βασιλιάς των Ορέων», ο σύγχρονος Γιαγκούλας ή ο Έλληνας φαντομάς, όπως συχνά αποκαλείται ο Βασίλης Παλαιοκώστας φαίνεται πως «συνταξιοδοτήθηκε» και αφοσιώθηκε στην οικογένεια, μεγαλώνοντας τον γιο του! Μπορεί λιτοί και δεμένοι στην Ελλάδα να ψάχνουν ένα του σημάδι, ωστόσο τα ίχνη του νούμερο ένας καταζητούμενου στη χώρα έχουν χαθεί ολοσχερώς από τότε που το έσκασε με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού μαζί με τον Αλβανό βαρυποινίτη Αλκέτ Ριζάι!
Σύμφωνα με την Espresso, ο «μετρ» των αποδράσεων φαίνεται πως έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει την παρανομία, προκειμένου να απολαύσει μια ήρεμη και γαλήνια οικογενειακή ζωή! Άλλωστε έχουν περάσει και τα χρόνια… και είναι μεγάλος ο κ.Παλαιοκώστας για χολιγουντιανές αποδράσεις, ληστείες και καταδιώξεις!
Μάλλον ο Βασίλης Παλαιοκώστας γοητεύεται πλέον και θέλει να ζει περιπέτειες με τον γιο του, τον οποίο και απέκτησε με μια αλλοδαπή από τη Βόρεια Ευρώπη! Η Ασφάλεια Αττικής πάντως εξακολουθεί να παρακολουθεί στενά την υπόθεση και σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, έχει σαφείς ενδείξεις πως ο 47χρονος έπειτα από την τελευταία συνάντηση που είχε με τους αστυνομικούς στο Αλεποχώρι, τον χειμώνα του 2009, φρόντισε να το σκάσει από τη χώρα, κλείνοντας όμως έναν τελευταίο λογαριασμό , που ουσιαστικά έριξε την Αντιτρομοκρατική στο κατόπι του. Εκείνον τον χειμώνα, το αποτύπωμα του «Έλληνα φαντομά» είχε βρεθεί στον φάκελο βόμβα που είχε αποσταλεί τον Φεβρουάριο του 2009 στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης με αποδέκτη τον τότε υπουργό Μιχάλη Χρυσοχοϊδη. Ο φάκελος για όσους δεν θυμούνται, εξερράγη στα χέρια του υπασπιστή του υπουργού με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του.
Το ερώτημα που προσπαθούν σήμερα να απαντήσουν οι άντρες της αντιτρομοκρατικής και της ασφάλειας είναι ένα: Βουλγαρία ή Ολλανδία;; Σε μια από αυτές τις χώρες πιστεύει η αστυνομία πως ζει ο Βασίλης Παλαιοκώστας μαζί με την οικογένεια του! Οι μεν πρώτοι θεωρούν ότι ο δάσκαλος των αποδράσεων βρίσκεται στην Ολλανδία , ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν ότι ο Βασίλης Παλαιοκώστας κινείται κάπου στα Βαλκάνια και συγκεκριμένα στην Βουλγαρία!
Πηγή: trikalaidees.gr