Οι διωγμοί των Ελλήνων στην Κύπρο το 1821 κορυφώθηκαν το διάστημα 9 – 14 Ιουλίου
Μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, οι Οθωμανικές Αρχές έλαβαν προληπτικά μέτρα σε περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς που δεν είχαν εξεγερθεί. Από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, διωγμοί σημειώθηκαν σε περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, οι Κυδωνίες και η Έφεσος, καθώς και στην Κύπρο, με στόχο την τρομοκράτηση των Ελλήνων και την εξόντωση των ηγετών τους.
Η Κύπρος, με τη στρατηγική της θέση, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Παρότι οι 80.000 Έλληνες του νησιού υπερτερούσαν αριθμητικά των 20.000 Τούρκων, δεν υπήρχε πρόθεση εξέγερσης, όπως επιβεβαιώνεται από το τουρκικό διάταγμα για τον αφοπλισμό τους. Η Φιλική Εταιρεία είχε εξαιρέσει την Κύπρο από την Επανάσταση, λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης και της αδυναμίας υποστήριξης από το ελληνικό ναυτικό. Ωστόσο, η Κύπρος συνεισέφερε με χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό, όπως μαρτυρά επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό.
Παρά τη νομιμοφροσύνη των Κυπρίων, στις 3 Μαΐου 1821, 4.000 Τούρκοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στο νησί. Ο μουτεσελίμης Κιουτσούκ Μεχμέτ συνέταξε κατάλογο 486 επιφανών Κυπρίων, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, και πρότεινε τη θανάτωσή τους, θεωρώντας τους επικίνδυνους λόγω του πλούτου και των διασυνδέσεών τους. Η Υψηλή Πύλη ενέκρινε τη σφαγή, εκτός αν οι προγραμμένοι αλλαξοπιστούσαν.
Στις 9 Ιουλίου 1821, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε στη Λευκωσία, ενώ οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνίας Λαυρέντιος καρατομήθηκαν. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν έως τις 14 Ιουλίου, με μόνο 36 από τους 486 να σώζονται μέσω αλλαξοπιστίας.
Τα γεγονότα αυτά ενέπνευσαν τον εθνικό ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη, να γράψει το επικό ποίημα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», αποτυπώνοντας τη θυσία των Κυπρίων για την ελευθερία.