Σαν σήμερα, 30 Απριλίου 1945, ο Αδόλφος Χίτλερ και η Εύα Μπράουν έβαλαν τέλος στη ζωή τους μέσα στο καταφύγιο όπου διέμεναν, ένα υπόγειο σύμπλεγμα χώρων στο Βερολίνο.
Λίγο πριν το τέλος, η υγεία του Χίτλερ είχε επιδεινωθεί δραματικά λόγω της εξέλιξης του πολέμου. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, έπασχε από προχωρημένο στάδιο της νόσου του Πάρκινσον και εμφάνιζε συμπτώματα προϊούσας παραφροσύνης. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να διατηρεί μια έντονη αυθυποβολή, χαρακτηριστικό που παρατηρούσαν πολλοί σύγχρονοί του.
Στις 19 Μαρτίου 1945, εξέδωσε τη διαβόητη διαταγή “Νέρων“, απαιτώντας την ολοκληρωτική καταστροφή των υποδομών του γερμανικού κράτους κατά την υποχώρηση της Βέρμαχτ. Ωστόσο, στην πράξη, ο Υπουργός Εξοπλισμού, Άλμπερτ Σπέερ, αγνόησε αυτή τη διαταγή. Η εντολή αυτή ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τη νοοτροπία του Χίτλερ, που συνοψιζόταν στην αρχή «νίκη ή καταστροφή». Για εκείνον, δεν έπρεπε να μείνει τίποτα άλλο στα χέρια του εχθρού πέρα από «καμένη γη».
Σύμφωνα με τον Χίτλερ, το μέλλον πλέον ανήκε στους λαούς της Ανατολής, που είχαν αποδειχθεί ισχυρότεροι. Αντίθετα, οι Γερμανοί, λόγω της ήττας τους, είχαν χάσει, κατά τη γνώμη του, το δικαίωμα στην ίδια την ύπαρξή τους.
Στις 22 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ υπέστη νευρική κατάρρευση. Το γεγονός αυτό σημειώθηκε όταν, κατά τη διάρκεια της καθημερινής ενημέρωσης για την κατάσταση στο υπόγειο καταφύγιο κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, πληροφορήθηκε ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση της πολιορκίας της πόλης δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Αρχηγός των μονάδων των Ες-Ες, Φέλιξ Στάινερ, έκρινε την εντολή ανεφάρμοστη λόγω της ανισορροπίας δυνάμεων.
Ο Χίτλερ, συντετριμμένος, δήλωσε ότι όλα είχαν πλέον χαθεί και κατηγόρησε τους πάντες για προδοσία, ακόμα και τα Ες-Ες. Επέτρεψε σε μέρος του προσωπικού του να αποχωρήσει, ενώ αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει το Βερολίνο, παρά τις επίμονες εκκλήσεις του Μάρτιν Μπόρμαν, του Βίλχελμ Κάιτελ και του Χέρμαν Γκαίρινγκ.
Σε μια τελευταία πράξη, διέταξε τον αρχιυπασπιστή του, Γιούλιους Σάουμπ, να καταστρέψει όλα τα προσωπικά του έγγραφα και στοιχεία που βρίσκονταν στην Καγκελαρία, στο Καταφύγιο, καθώς και στο Μόναχο, διαγράφοντας έτσι κάθε ίχνος των προσωπικών του αρχείων.
Κατά τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο θέματα κυριαρχούσαν στο Καταφύγιο: η ταχύτητα προέλασης του Κόκκινου Στρατού και ο πιο «ασφαλής» τρόπος αυτοκτονίας. Ο Χίτλερ μοίραζε επανειλημμένα δηλητήριο σε όσους παρέμεναν στο πλευρό του, αρνούμενοι να τον εγκαταλείψουν. Στις 29 Απριλίου, παντρεύτηκε την επί χρόνια σύντροφό του, Εύα Μπράουν. Την επόμενη ημέρα, γύρω στις 3:30, η Εύα Μπράουν έδωσε τέλος στη ζωή της χρησιμοποιώντας υδροκυάνιο, ενώ ο Χίτλερ αυτοκτόνησε πυροβολώντας τον εαυτό του στο στόμα.
Ο Μάρτιν Μπόρμαν, μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ, Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του, Χάιντς Λίγκε, τον επιλοχία των SS Όττο Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς, έκαψαν τα πτώματα. Στη συνέχεια, τα έθαψαν πρόχειρα σε έναν κρατήρα από βόμβα έξω από το Καταφύγιο. Λίγο μετά, τα πτώματα ανασύρθηκαν από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι τα μετέφεραν σε μυστική τοποθεσία στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μαγδεμβούργο. Εκεί παρέμειναν μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν, ύστερα από εντολή του αρχηγού της KGB Γιούρι Αντρόποφ, καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα υπολείμματά τους απορρίφθηκαν στον ποταμό Έλβα. Ωστόσο, διασώθηκαν το κρανίο και η οδοντοστοιχία του Χίτλερ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για την ταυτοποίησή του μέσω ακτινογραφιών από τον οδοντίατρό του. Αυτή η έρευνα ήρθε στο φως γύρω στο 1990.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν θεωρίες που αμφισβητούν την επίσημη εξιστόρηση. Σύμφωνα με τη συγγραφέα Simoni Renee Guerreiro Dias, ο Χίτλερ δεν αυτοκτόνησε, αλλά διέφυγε και έζησε ελεύθερος στη Βραζιλία μέχρι το 1984, όπου και πέθανε στην ηλικία των 95 ετών. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν θεωρείται αξιόπιστη, καθώς βασίζεται σε μια θολή φωτογραφία, από την οποία δεν προκύπτουν επαρκή τεκμήρια.