Η οικογένεια της «Εφ.Συν.» θρηνεί τον πρόωρο χαμό της πάντα χαμογελαστής, παρά τις δυσκολίες που περνούσε, συναδέλφισσας, δημοσιογράφου Μώρφιας Σταματοπούλου.
Πριν από περίπου έναν χρόνο, το πρώτο ρεπορτάζ που συνυπέγραφε όδευε προς το τυπογραφείο.
Είχαμε βάλει τίτλο εργασίας «Η κόλασή μας (δεν) είναι οι άλλοι» και σε εκείνη αυτονόητα είχαμε αναθέσει την επιστημονική τεκμηρίωση για τις κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας – μπορεί να έκανε τα πρώτα της βήματα ως ρεπόρτερ, ήταν ωστόσο ήδη μια συγκροτημένη επιστημόνισσα. Κι ήταν ενθουσιασμένη – «Α, μα είναι συναρπαστικό! τι άλλο θα ετοιμάσουμε;»
Μπήκε για πρώτη φορά στο γραφείο ενώ μαινόταν η πανδημία. Κι ένα από τα πρώτα πράγματα που είπε –μετά τα αστεία που κάναμε για το παράξενο όνομά της– ήταν να δούμε πώς η ασθένεια με την οποία πάλευε δεν θα επηρεάσει τη δουλειά της. Ήταν λεπτεπίλεπτη, αλλά γεμάτη σθένος ετούτη η κοπελίτσα.
Ένα πλάσμα πανέξυπνο, τρυφερό, ευγενικό, με διάθεση χαρίεσσα και παιγνιώδη – παραδομένη στη χαρά της ζωής ακόμα κι όταν έδινε μάχη τιτάνια για την ίδια τη ζωή της.
Άλλωστε με την αναπαράσταση του γέλιου στα λογοτεχνικά κείμενα και τη λειτουργία του γέλιου στα έργα του Λουκιανού της Σαμοσάτας ασχολούνταν και στη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Lund. Κι αυτό το ωραίο χαμόγελό της δεν το έχανε ποτέ – ακόμα κι όταν πονούσε.
Ήταν μόλις 35 χρόνων η Μώρφια-Ευθυμία κι ήταν γεμάτη ομορφιά – στις πράξεις, στις σκέψεις και στις λέξεις. «Θα μπω αύριο για θεραπεία, θα σε πάρω τηλέφωνο να οργανωθούμε» – η Μώρφια ήταν γεμάτη όνειρα και πάθος. «Εξαντλήθηκα αυτή τη φορά, αλλά να δούμε τι θα γράψουμε» – η Μώρφια είχε μια λαχτάρα για δημιουργία που δεν πτοούνταν ακόμα και στις πιο σκληρές μέρες που χρειάστηκε να βιώσει. «Ευχαριστώ για τις λίστες με τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ, σίγουρα θα έχω πολύ χρόνο τώρα που μπαίνω ξανά στο νοσοκομείο» – η Μώρφια έκανε πλάκα ακόμα και στα ζόρια της.