‘Εμεινε έγκυος στην εφηβεία της και οι γονείς και οι δικοί της, αλλά και του αγοριού της θεώρησαν πως η καλύτερη λύση ήταν το μωρό να δοθεί για υιοθεσία. Δεν ήξερε πού βρισκόταν το παιδί της.
Μέχρι που μία σελίδα στο Facebook τη βοήθησε να τον ξαναβρεί 33 ολόκληρα χρόνια μετά.
«Ήμουν 14 ετών και γενικά δύσπιστη. Ίσως αν δεν είχα καταλάβει, ότι δεν είχα περίοδο για δύο μήνες, δεν θα πίστευα ότι η εγκυμοσύνη μου ήταν αληθινή. “Μα είμαι τόσο μικρή για να κάνω παιδί”, έλεγα στον εαυτό μου. Γιατί δεν είχα πει στη μαμά μου να μου μάθει για την αντισύλληψη; Τι θα έλεγε ο κόσμος;
Δεν είχα καμία ένδειξη ότι ήμουν έγκυος. Τα πρώτα συμπτώματα, τα οποία όλοι γνωρίζουμε, όπως ναυτίες κλπ, ήταν εντελώς άγνωστα σε μένα. Το σώμα μου άλλαζε, αλλά το απέδιδα στην ηλικία και τις ορμόνες. Ζούσα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μία εκδρομή με τη μητέρα μου, προπονήσεις και σόφτμπολ ήταν μερικά από τα λίγα πράγματα που έκανα στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μου. Ήμουν σαν να μην άλλαζε η ζωή μου για πάντα. Προσπαθούσα να βγάλω από το μυαλό μου ότι ήμουν έγκυος, αλλά ήξερα ότι το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο.
Όταν ήμουν 3 μηνών, το είπα στο αγόρι μου. Ήμασταν μαζί περίπου δύο χρόνια. Στάθηκε κοντά μου, μιλούσαμε για το αν το παιδί θα ήταν αγοράκι ή κοριτσάκι, ποιος θα το προσέχει ή τι όνομα θα του δώσουμε. Αν και μέσα στην ανωριμότητά μας νιώθαμε ενθουσιασμένοι στην ιδέα του μωρού, ανησυχούσαμε για το πώς θα το λέγαμε στους γονείς μας.
Ήμασταν το κουτσομπολιό του σχολείου
Στην αρχή το κρατήσαμε μυστικό μεταξύ μας, όμως όταν άρχισε να φαίνεται η κοιλιά μου, ήταν πιο δύσκολο να καλυφθεί. Φορούσα φαρδιά ρούχα ή μπουφάν του αγοριού μου. Έβαζα πομ πομ αρην κοιλιά μου κατά τη διάρκεια της προπόνησης, ενώ στο σπίτι καθόμουν με μαξιλαράκι μπροστά στην κοιλιά. Οι πρώτοι ψίθυροι ξεκίνησαν από τους συμμαθητές μας. Είχαν υποψιαστεί πιο γρήγορα από οποιονδήποτε άλλον. Τους έβλεπα να κοιτούν περίεργα την κοιλιά μου, μας παρακολουθούσαν στενά. Οι φήμες στο λύκειο άρχισαν να φουντώνουν και σύντομα το πήραν είδηση και οι καθηγητές. Κανείς ωστόσο, δεν ρώτησε το παραμικρό. Ήταν ταμπού για πολλούς λόγους, όχι μόνο λόγω της εγκυμοσύνης στην εφηβεία. Η ιστορία μας ήταν πάντα θέμα κουτσομπολιού και λαϊκού δικαστηρίου.
Ήμασταν το μοναδικό διαφυλετικό ζευγάρι που είχε κάνει γνωστή τη σχέση του στο κοινό και κυκλοφορούσαν σε δημόσια θέα. Δεν κρύβαμε τη σχέση μας, όπως άλλα ζευγάρια που το αγόρι ήταν μαύρο και το κορίτσι λευκό. Ήμασταν ερωτευμένοι και αποφασισμένοι να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον.
Το αγόρι μου ήταν ένας εξαιρετικός αθλητής, χαρισματικός, όμορφος, φιλικός και δημοφιλής. Σε ό,τι κι αν έκανε είχε αυτοπεποίθηση. Οι φίλοι του και οι συναθλητές του τον εκτιμούσαν πολύ, ενώ τόσο οι προπονητές, όσο και οι καθηγητές τον λάτρευαν. Άρεσε στα κορίτσια, αλλά τού έβαζαν την ταμπέλα, ότι ήταν το μαύρο αγόρι με το λευκό κορίτσι.
Κάποια στιγμή βρήκαμε το κουράγιο να το πούμε στους γονείς μας. Και όλοι συμφώνησαν στο ίδιο: ότι η μόνη λύση ήταν η υιοθεσία. Πληγωθήκαμε και απογοητευτήκαμε πολύ, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν ότι ήταν η πιο σωστή απόφαση. Απευθυνθήκαμε σε ένα γραφείο υιοθεσιών προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαδικασίες.
Δεν ήθελα να τον αποχωριστώ χωρίς να τον δω έστω μία φορά
Ο γιος μου ήρθε στον κόσμο 29 Μαρτίου. Ήθελα να τον δω μετά τον τοκετό, παρά το γεγονός, ότι θα μπορούσε να κάνει τη διαδικασία πιο δύσκολη. Μου είπαν ότι αν τον έβλεπα θα με τραυμάτιζε. Όμως, εγώ ήθελα να τον δω. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα τον αποχωριστώ, χωρίς να τον έχω δει έστω μία φορά.
Όταν τον έβαλαν στα χέρια μου, ένιωσα εκπληκτικά ήρεμη. Περιεργαζόμουν το προσωπάκι του, μύρισα το κεφαλάκι του για να χορτάσω αυτήν την μωρουδίλα μέσα από τα σγουρά, μαύρα μαλλάκια του.
Ήταν ένα τέλειο μωράκι, αλλά δεν θα μου ανήκε σε λίγο. Είπα στον εαυτό μου ότι θα είχε μία καλύτερη ζωή με τους θετούς γονείς του. Όταν ήρθε και τον πήρε η νοσοκόμα, δεν έκλαψα. Θυμάμαι να νιώθω ντροπή. Έδινα το μωρό μου.
Αργούσε, κι έχανα το κουράγιο μου. Ωστόσο έβαλα στο google τη διεύθυνση του γραφείου υιοθεσιών χωρίς ελπίδα, αλλά και πού ξέρεις; Ξεκίνησα να πηγαίνω προς τα εκεί, αν και πάλι ήμουν απαισιόδοξη.
Δεν έχανα τις ελπίδες μου
Κάτι μου έλεγε όμως ότι έπρεπε να ξαναψάξω στο Facebook. Το όνομα που είχα βρει να ταιριάζει ήταν ένας μπούσουλας. Έτσι, στις 11 το βράδυ ανήμερα των 33ων γενεθλίων του παιδιού μου έψαξα ξανά. Η φωτογραφία έδειχνε έναν άνθρωπο μιγά, περιτρυγιρισμένο από τρία παιδιά. Ίσως να ήταν ο γιος μου, αλλά δεν ήμουν και σίγουρη.
Το προφίλ δεν είχε ημερομηνία γέννησης, ωστόσο έκανα ένα scrolling στη σελίδα ψάχνοντας το οποιοδήποτε στοιχείο. Είδα μία φωτογραφία που είχε στα χιόνια. Τα μάτια του ήταν δικά μου. Τα χείλη του πατέρα του. Ήξερα ότι ήταν εκείνος. Είχα βρει τον γιο μου. Έψαχνα λίγα παραπάνω στοιχεία για επιβεβαίωση. Και είδα ένα ποστ από την περσινή 29η Μαρτίου. Αυτό ήταν που χρειαζόμουν.
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει, ξέσπασα σε κλάματα και τού έστειλα ένα γρήγορο μήνυμα. «Χρόνια σου πολλά. Είμαι η βιολογική σου μαμα΄. Δεν ήξερα πώς αλλιώς να σου το πω. Μακάρι να μου απαντήσεις. Δεν πιστεύω πώς σε βρήκα”, τού έγραψα. Ήταν 11.23 το βράδυ και παρακαλούσα σε μία απάντηση. Όταν ξύπνησα, τσέκαρα αν είχε απαντήσει, αλλά δεν είχε. Του έγραψα ένα μεγάλο μήνυμα που ήλπιζα να το δει. Ίσως πίστευε ότι ήταν κάποιο spam ή απλά δεν το είδε. Προσπάθησα να είμαι αισιόδοξη.
Ναι, μου απάντησε!
Δύο μέρες αφού δεν είχα πάρει απάντηση, έστειλα μήνυμα και αίτημα φιλίας στην κοπέλα του, λέγοντάς της ποια είμαι. Στις 31 Μαρτίου εκείνη αποδέχθηκε το αίτημα φιλίας και μού απάντησε στο μήνυμα, ότι θα του το πει. Τσέκαρα το τηλέφωνό μου κάθε δύο λεπτά.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ήρθε το μήνυμα από εκείνον. Ήθελε να μου μιλήσει! Δεν ήμουν σε θέση να τηλεφωνήσω κι έτσι στείλαμε μεινήματα. Τον ρώτησα αν ήθελε να δει φωτογραφίες του πατέρα του. Εκείνος με ρώτησε αν ζούσε, αλλά του είπα πως σκοτώθηκε το 1992. Δεν μπορούσα να περιγράψω τα συναισθήματά μου. Την επόμενη μέρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο τρεις ολόκληρες ώρες. Ο σύνδεσμός μας υπήρχε και ήταν δυνατός.
Ένα μήνα μετά ήρθε να με δει για πρώτη φορά μετά τη γέννησή του. Περίμενα τόσο ενθουσιασμένη να τον υποδεχθώ στο αεροδρόμιο. Έτρεξε κοντά μου και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου. “Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ”, του είπα. Το παιδί μου ήταν κοντά μου. Τις επόμενες μέρες τις περάσαμε με αγκαλιές, φαγητό και όμορφες στιγμές. Οι κόρες μου τον λάτρεψαν και τον αγκάλιασαν. Όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι του, δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Θα έφευγε, όμως δεν θα ήταν για πάντα. Τώρα απλά ξεκινήσαμε!
Πηγή: Love What Matters, infokids