Ένα αγόρι περνάει κάθε Σάββατο με τον παππού του, κάνοντας κάτι πολύ ξεχωριστό. Στέκεται στο πλευρό του και τα συγκινητικά λόγια του θα σας “λυγίσουν”.
“Κάθε Σάββατο, ο παππούς μου κι εγώ πάμε σε ένα γηροκομείο της περιοχής. Στην μαμά μου δεν άρεσε πολύ αυτό, γιατί πίστευε, ότι θα έπρεπε να είμαι έξω και να παίζω με άλλα παιδιά, όχι να περνάω τόσο χρόνο με ηλικιωμένους, άρρωστους ανθρώπους.
Επισκεπτόμασταν κάποιους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνοι πλέον. Ο παππούς μου έλεγε πάντα, “Όταν επισκέπτεσαι τους άρρωστους, φέρε τους ζωή”.
“Πρώτα επισκεπτόμασταν την κυρία Σοκόλ. Την έλεγα “Σεφ”, γιατί της άρεσε να μιλάει για την ζωή της σαν διάσημη σεφ στην Ρωσία. Είχαν έρθει άνθρωποι από μακριά για να δοκιμάσουν την διάσημη κοτόσουπα της.”
“Μετά, επισκεπτόμασταν τον κύριο Meyer, τον οποίο αποκαλούσα “Πλακατζή”. Καθόμασταν γύρω από το τραπέζι κι εκείνος έλεγε τα αστεία του. Κάποια ήταν ξεκαρδιστικά, αλλά δεν ήταν. Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν καταλάβαινα μερικά. Στον Πλακατζή άρεσε να γελάει με τα δικά του αστεία και ολόκληρο το σώμα του έτρεμε από το γέλιο μέχρι που κοκκίνιζε στο πρόσωπο. Αυτό έκανε εμένα και τον παππού μου να γελάμε, ακόμα και αν το ανέκδοτο δεν ήταν και τόσο αστείο.
Στην συνέχεια, πηγαίναμε στον κύριο Τζόουνς, τον οποίο φώναζα “Τραγουδιστή”, γιατί του άρεσε να μας τραγουδάει και είχε υπέροχη φωνή. Ήταν τόσο καθαρή και δυνατή, τόσο γεμάτη συναίσθημα. Ήταν πραγματικά κάτι το ιδιαίτερο.
Η κυρία Καγκάν έμενα δίπλα στον κύριο Τζόουνς. Την φώναζα “Γιαγιά”, γιατί της άρεσε να μας δείχνει φωτογραφίες από τα εγγόνια της. Είχε τόσες πολλές φωτογραφίες, κάποιες σε κορνίζες στο δωμάτιο της, άλλες σε άλμπουμ και μερικές κρεμασμένες στον τοίχο.
Η κυρία Σμιθ από την άλλη, φαινόταν να ζει μόνο για τις αναμνήσεις. Είχε τόσα πολλά σουβενίρ στο δωμάτιο της, καθένα από τα οποία τη θύμιζε και μια διαφορετική εμπειρία. Της άρεσε να λέει ιστορίες για την ζωή της. Την φώναζα “Κυρία των αναμνήσεων”.”
“Και μετά ήταν ο κύριος Κίμπαλ, “ο Ήσυχος Άντρας”. Δεν έλεγε ποτέ πολλά, προτιμούσε απλά να κάθεται εκεί και να ακούει ενώ ο παππούς μου μιλούσε. Ο ήσυχος άντρας χαμογελούσε και έκανε νόημα κάθε τόσο για να δείξει ότι όντως μας πρόσεχε. Και κάθε εβδομάδα, όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, μας έλεγε να γυρίσουμε ξανά και να τον επισκεφτούμε.
Κάθε βδομάδα, με ήλιο ή βροχή, επισκεπτόμασταν τους φίλους μας στο γηροκομείο. Αλλά μια μέρα, ο παππούς μου αρρώστησε και έπρεπε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά δεν μας έδωσαν πολλές ελπίδες. Φαίνεται ότι οι μέρες του παππού μου ήταν μετρημένες. Ήμουν συντετριμμένος.”
“Όταν έφτασε το επόμενο Σάββατο, δεν ήξερα τι να κάνω. Πώς θα πήγαινα στο γηροκομείο, ενώ ο παππούς μου ήταν ξαπλωμένος στο νεκροκρέβατο του στο νοσοκομείο; Αλλά μετά θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ο παππούς μου: “Τίποτα δεν πρέπει να μπαίνει ανάμεσα σε σένα και τις καλές σου πράξεις.” Έτσι, ξεκίνησα γα να πάω να επισκεφτώ τους φίλους μας στο γηροκομείο.
Όταν έφτασα, οι φίλοι μας ήταν χαρούμενοι που με είδαν, αλλά αναρωτιόνταν που ήταν ο παππούς μου. Τους είπα ότι ήταν στο νοσοκομείο και ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Είδαν πόσο στεναχωρημένος ήμουν και προσπάθησαν να μου φτιάξουν το κέφι.
Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω ένιωθα πολύ καλύτερα. Η επίσκεψη στους φίλους μου ήταν το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσα να είχα κάνει. Στεναχωρήθηκαν κι εκείνοι για τον παππού μου, αλλά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να χαμογελάσω. Καθώς έφευγα από το κτίριο, μια γυναίκα στην υποδοχή μου είπε: “Σ’ευχαριστούμε που ήρθες. Ελπίζω ο παππούς σου να γίνει καλύτερα σύντομα.”
Μερικές μέρες αργότερα πήγα να δω τον παππού μου στο νοσοκομείο. Δεν έτρωγε, δεν μπορούσε να καθίσει και με το ζόρι μιλούσε. Κάθισα σε μια γωνιά του δωματίου για να μην με δει να κλαίω. Η μαμά μου κάθισε στο κρεβάτι και κράτησε το χέρι του. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό και ήσυχο.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μια νοσοκόμα. “Έχετε επισκέπτες!”, είπε. Τότε άκουσα μια οικεία φωνή να λέει, “Κάνει κανείς πάρτι εδώ μέσα;”. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τον Πλακατζή να στέκεται εκεί με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Πίσω του ήταν η Σεφ, ο Τραγουδιστής, η Γιαγιά, η Κυρία με τις αναμνήσεις, η Ήσυχος Άντρας, ακόμα και η γυναίκα από την υποδοχή! Η Σεφ άρχισε αμέσως να λέει στον παππού μου για όλα τα γεύματα που θα του ετοίμαζε όταν γινόταν καλύτερα. Είχε φέρει ακόμα και λίγη από την διάσημη κοτόσουπα της μαζί. “Κοτόσουπα;”, ρώτησε ο Πλακατζής με δυσπιστία. “Αυτό που χρειάζεται αυτός ο άντρας είναι μια μεγάλη, ζουμερή μπριζόλα!”.
Η επίσκεψη συνεχίστηκε και όλοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να φτιάξουν την διάθεση του παππού μου. Ο Πλακατζής είπε ανέκδοτα, ο Τραγουδιστή μερικά τραγούδια, η Κυρία με τις αναμνήσεις είπε μερικές ιστορίες και η Γιαγιά του έδωσε μια κάρτα για καλή ανάρρωση την οποία είχαν φτιάξει τα εγγόνια της. Όταν τελείωσε το επισκεπτήριο, όλοι είπαν αντίο και μας είπαν ότι θα επέστρεφαν σύντομα. Είδα δραματική αλλαγή στο πρόσωπο του παππού μου. Για πρώτη φορά από τότε που είχε μπει στο νοσοκομείο, έβλεπα ελπίδα στα μάτια του.”
Εκείνο το βράδυ ο παππούς άρχισε να τρώει ξανά. Σύντομα, κατάφερε να καθίσει μόνος του και μετά από λίγο να σηκωθεί και να περπατήσει. Μέρα με τη μέρα η πάθηση του βελτιωνόταν, μέχρι που τελικά κατάφερε να φύγει από το νοσοκομείο. Οι γιατροί έπαθαν πλάκα, δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτή δραματική ανάρρωση; Οι γιατροί προσπάθησαν να το εξηγήσουν με ιατρικούς όρους, αλλά όλοι ξέραμε την αλήθεια: οι φίλοι μας από το γηροκομείο τον είχαν θεραπεύσει. Όταν επισκέπτεσαι τους άρρωστους, τους δίνεις ζωή.
Ο παππούς μου έχει αναρρώσει πλήρως και τα πηγαίνει καλύτερα. Κάθε Σάββατο επισκεπτόμαστε τους φίλους μας στο γηροκομείο. Και κάθε Σάββατο, ο Πλακατζής, η Σεφ, ο Τραγουδιστής, η Γιαγιά, η Κυρία με τις Αναμνήσεις και η γυναίκα στην υποδοχή είναι το ίδιο χαρούμενοι που μας βλέπουν με μας!” Οι πραγματικοί φίλοι είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Και όπως αποδεικνύει αυτή η ιστορία, το ίδιο ισχύει και για τις καλές πράξεις.