Υπήρξε μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες και αγαπητές φιγούρες του ελληνικού σινεμά και θεάτρου. Ο Τάκης Χαλάς γεννήθηκε με νανισμό, αλλά αποδείχθηκε ένας γίγας στην ζωή του, χρησιμοποιώντας κάθε εμπόδιο σαν όπλο, στην προσπάθειά του για επιβίωση.
Εάν σήμερα είναι μια φορά δύσκολο για κάποιον που ξεκινά την ζωή του με χάντικαπ έναντι των άλλων, να φανταστούμε μπορούμε μόνο πώς ήταν τα πράγματα για ένα παιδί που γεννιόταν με νανισμό το 1951 στην Αθήνα.
Το μόνο που γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι πως σε περιπτώσεις σαν κι αυτές του Τάκη Χαλά κάθε βήμα προς τα μπροστά γίνεται με δυσκολία. Με τα «βαρίδια» που προσθέτει η ίδια η κατάσταση την οποία βιώνουν, αλλά και τα άλλα (τα πολύ χειρότερα) που έρχεται και βάζει η ίδια η κοινωνία.
Προφανώς δεν χρειάζεται κάποια βαθυστόχαστη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς από πόσο μειονεκτική θέση ξεκίνησε τις προσπάθειές του εκείνο το παιδί, το οποίο γρήγορα ανέπτυξε τον δικό του αμυντικό μηχανισμό απέναντι στο μπούλινγκ, τις διακρίσεις, τον ρατσισμό. Φυσικά, ήταν το χιούμορ και το θράσος, το οποίο στην περίπτωση του Χαλά, κάλυπτε όσο μπόι του έλειπε.
Κάτι που κατάλαβε πολύ καλά ο γνωστός εκείνη την εποχή θεατρικός παραγωγός, Βαγγέλης Λιβαδάς, όταν σταμάτησε σε βενζινάδικο με το αυτοκίνητό του και είδε τον νεαρό -τότε- Τάκη, που στο μεταξύ είχε πιάσει δουλειά εκεί.
«Τι κοιτάς αφεντικό; Βλέπεις την μάνικα που είναι ψηλότερη από εμένα;», τον ρώτησε αφοπλιστικά και ο θεατράρχης δεν χρειάστηκε πολλά παραπάνω για να αντιληφθεί ότι ο τύπος που στεκόταν απέναντί του κουβάλαγε ανάστημα και τσαγανό που δεν έβρισκες σε άντρες με τον διπλάσιο όγκο και ύψος. Κατάλαβε ότι διέθετε όλο το πακέτο που χρειαζόταν για να μπει στον φανταχτερό μεν, αλλά επίσης σκληρό και δύσκολο, χώρο του θεάματος.
Έτσι, αποφάσισε να του δώσει ένα μικρό ρόλο σε μια καλοκαιρινή επιθεώρηση που θα ανέβαινε στο «Παρκ». Το γκελ του Χαλά με το κοινό ήταν άμεσο. Ένας αμοιβαίος έρωτας με την πρώτη ματιά. Από εκείνο το σημείο και μετά, το βενζινάδικο ως μέσο βιοπορισμού αποτελούσε παρελθόν. Ο Χαλάς θα συνέχιζε τον προσωπικό αγώνα του, γνωρίζοντας πάντως καλά ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που απλά «έσπαγαν πλάκα» σε βάρος του.
Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε από το να θριαμβεύσει. Άλλωστε είχε αντιμετωπίσει στην ζωή του πολύ πιο ανάγωγους ανθρώπους και μάλιστα πρόσωπο με πρόσωπο και όχι με την απόσταση που χωρίζει το σανίδι από τους θεατές.
Η πορεία του μιλά από μόνη της και αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη του πόσο καλά τα κατάφερε εκείνο το παιδί που ήρθε στο κόσμο στους Αμπελόκηπους, λίγο μετά την Κατοχή, και δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται και να «μεγαλώνει», σε πείσμα των κοινωνικών διακρίσεων και της ανθρώπινης μανίας να βάζει στο στόχαστρό της κάθε τι το διαφορετικό.
Πήρε μέρος σε πολλές ταινίες, στη διάρκεια των «χρυσών» χρόνων του ελληνικού σινεμά, με συνέπεια να συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Έπαιξε διάφορους ρόλους -και ανεξάρτητα από το πόσο μικροί ή μεγάλοι ήταν- κατόρθωνε να τους ενσαρκώνει με επιτυχία και να μένει αξέχαστος στους θεατές, πάντα για καλό λόγο. Με πηγαίο χιούμορ και ανοιχτό χαρακτήρα, δεν άργησε να επιχειρεί να ξεφεύγει αρκετές φορές από το σενάριο, αυτοσχεδιάζοντας με ατάκες και αντιδράσεις που συχνά απογείωναν τις σκηνές στις οποίες συμμετείχε.
Παράλληλα εργαζόταν στο θέατρο, ενώ κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, πέρασε και αυτός στην μόδα της εποχής, την βιντεοκασέτα, καταγράφοντας κι εκεί πάμπολλα περάσματα σε ποιοτικές ή και όχι παραγωγές, όπως άλλωστε έκαναν και ονόματα πολύ σημαντικότερα από αυτόν.
Ωστόσο για εκείνον η καταξίωση ήρθε μέσα από το σανίδι. «Καζιμίρ και Καρολίνα», «Βολπόνε», «Η γυναίκα της Ζάκυνθος» , ήταν μερικά από τα έργα στα οποία έπαιξε είτε στο Εθνικό Θέατρο, είτε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Αυτό που για άλλους παρέμεινε για πάντα ένα άπιαστο όνειρο, για εκείνον ήταν γεγονός. Μια πραγματικότητα που μόνο ο ίδιος κάποτε τόλμησε να ονειρευτεί και κατόρθωσε να δημιουργήσει.
Ο τελευταίος του ρόλος, η τελευταία του δουλειά ήταν σπουδαία. Έπαιξε στον «Δον Ζουάν» το 2000, που αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» του. Κοντά στα 50 πια, μπορεί να είχε κερδίσει το προσωπικό στοίχημα με τη ζωή, αλλά δεν είχε τρόπο να νικήσει τα προβλήματα που του δημιουργούσε στο πέρασμα του χρόνου η κατάστασή του.
Πλέον δεν ήταν σε θέση να ασχολείται με την υποκριτική λόγω της υγείας του και αποφάσισε να αποσυρθεί στην Πάρο, όπου ζούσε η αγαπημένη του αδελφή. Η αίτησή του για χορήγηση αναπηρικής σύνταξης απορρίφθηκε και ο Τάκης Χαλάς ξέμεινε από άλλα στηρίγματα και έμεινε απομονωμένος και ξεχασμένος από όλους. Ακόμη και από τους ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί για τόσα χρόνια…
Κι όμως, όταν αντιλήφθηκε πως πλησίαζε το τέλος, ζήτησε μια τελευταία χάρη που φανερώνει και το μεγαλείο της ψυχής του. Η ύστατη επιθυμία του ήταν να προσκληθούν όλοι στην κηδεία του.
Τελικά, δεν εμφανίστηκε κανένας. Αργότερα, ο επίσης συγχωρεμένος πια Κώστας Τσάκωνας ανέλαβε την ευθύνη να απολογηθεί για λογαριασμό όλων. «Συχώρα μας φίλε Τάκη και μένα και τους άλλους που δεν ήρθαμε στον αποχαιρετισμό, αλλά ντρεπόμαστε γιατί όλοι σε είχαμε ξεχάσει. Πώς λοιπόν να σε θυμόμαστε στο φριχτό φευγιό σου από ένα κόσμο θεατρίνικο γεμάτο υποκρισία»…