Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει:
«Υποδέξου το ναυτικό που σού φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου».
Πράγματι, η οσία Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την ιερή Πάτμο.
Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα
από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο
ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει.
Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει:
«Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στονΠατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας:
«Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πείς: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε».
Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη.
Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
Τα μήλα ήταν πραγματικά παραδεισένια, τόσο όμορφα σε σχήμα και χρώμα που όμοιά τους δεν υπήρχαν.
Η ευωδιά τους πλημμύριζε τη μονή και οι αδελφές απορούσαν για το καινούργιο θαύμα που συντελούνταν στον ευλογημένο χώρο.
Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυία της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια
και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων
Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου και
όλες μαζί δοξολογούσαν τον Ύψιστο για τα αναρίθμητα χαρίσματα προς την Ηγουμένη τους. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια και σωτήρια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή.
Τότε είδε θαυμάσιο όραμα: άνοιξε ο θόλος του ναού και πλήθος αγγέλων εμφανίστηκαν, οι οποίοι έψαλλαν δοξαστικούς ύμνους και θυμιάτιζαν την αγία Τράπεζα. Εμφανίστηκε και ο ίδιος ο Χριστός, θριαμβευτής με το σταυρό στον ώμο.
Οι άγγελοι γονάτισαν να Τον χαιρετήσουν, ενώ η λάμψη Του θάμπωσε την Ειρήνη, η οποία αντικρίζοντας Τον ένιωσε το σκίρτημα του θείου έρωτα και χαμήλωσε το βλέμμα της. Όταν δειλά ύψωσε τα μάτια της και πάλι, το όραμα είχε χαθεί.
Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμή»της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να διακονεί τους ανθρώπους από τα ουράνια.
Με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης μας,
κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά. newsview.gr