Η Τουρκία να σταματήσει τις προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, ζητά ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και καλεί την Άγκυρα να δείξει έργα ενόψει της Συνόδου Κορυφής και όχι μόνο «ευχάριστα λόγια»
Να σταματήσει τις προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου και τις γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, ζητά από την Τουρκία ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Μίχαελ Ροτ, και τονίζει ότι «η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει ότι είμαστε στο πλευρό της, όταν η Τουρκία απειλεί την ακεραιότητά της και της Κύπρου».
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Die Zeit, ο κ. Ροτ επισημαίνει την ανάγκη συνέχισης της διαδικασίας διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας και, αναφερόμενος στις κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Άγκυρας, δηλώνει ότι, «αν κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, προκαλούνται και απειλούνται σχετικά με την ασφάλειά τους, τότε απαιτείται σε αυτό σαφής απάντηση».
Ενόψει του προσεχούς Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο κ. Ροτ, αναφερόμενος σε πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, περί «νέου κεφαλαίου» στις σχέσεις με την ΕΕ, κάνει λόγο για «μόνο ευχάριστα λόγια».
«Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι οι αντίστοιχες πράξεις. Η Τουρκία πρέπει να δείξει έργο. Η εμβάθυνση της Τελωνειακής Ένωσης ή οι διευκολύνσεις των θεωρήσεων που επιθυμεί η τουρκική κυβέρνηση, δεν αποτελούν δώρα μεγαλοψυχίας. Πρέπει για αυτά να πληρούνται συγκεκριμένοι όροι. Το θέμα της προσέγγισης είναι στα χέρια του ίδιου του Προέδρου Ερντογάν και της κυβέρνησής του», τονίζει ο Γερμανός υφυπουργός, ενώ, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο νέων κυρώσεων, δηλώνει ότι αυτό θα εξαρτηθεί σε αποφασιστικό βαθμό από το αν την «ρητορική άνοιξη», όπως λέει χαρακτηριστικά, την ακολουθήσει και κάτι συγκεκριμένο από την πλευρά της Άγκυρας. «Η διαδικασία του διαλόγου με την Ελλάδα πρέπει να συνεχιστεί. Η Τουρκία πρέπει να σταματήσει τις δοκιμαστικές γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και τις προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου», τονίζει ο ίδιος.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που διαπιστώνονται στην ΕΕ για την πολιτική έναντι της Τουρκίας, ο Μίχαελ Ροτ εξηγεί ότι δεν επιτρέπεται να δημιουργηθεί η εντύπωση στην Άγκυρα ότι η ΕΕ μπορεί να διασπαστεί. «Η Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει ότι είμαστε στο πλευρό της, όταν η Τουρκία αμφισβητεί εν μέρει την ακεραιότητα και την κυριαρχία της Ελλάδας, αλλά και της Κύπρου», συνεχίζει. Παραδέχεται ωστόσο, ότι «η ΕΕ, ως κοινότητα φιλελεύθερων Δημοκρατιών, εξακολουθεί να δυσκολεύεται να δώσει κατάλληλη και αποτελεσματική απάντηση στην αντιμετώπιση του εθνικισμού και του λαϊκισμού».
Σε ό,τι αφορά ενδεχόμενη «ειδική ευθύνη» της Γερμανίας, ο υφυπουργός Εξωτερικών εξηγεί ότι καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν έχει τόσο στενούς ανθρώπινους και πολιτιστικούς δεσμούς με την Τουρκία, καθώς περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι στην Γερμανία έχουν τουρκικές ρίζες, ενώ αναφέρει ότι τμήματα της τουρκικής κοινότητας στη Γερμανία, εξακολουθούν να είναι βαθιά διχασμένα – πολλοί είναι περισσότερο θρησκευόμενοι και οπαδοί του Ταγίπ Ερντογάν, ενώ άλλοι – και εντός του SPD – έχουν ιδιαίτερα κοσμικό προσανατολισμό και απορρίπτουν αυστηρά την πολιτική του σε πολλούς τομείς.«Γι’ αυτό και η Γερμανία έχει ιδιαίτερη ευθύνη και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, να διασφαλίσει ότι το κλίμα δεν θα δηλητηριαστεί περαιτέρω», σημειώνει.
Παράλληλα απορρίπτει κατηγορηματικά την εικασία ότι το Βερολίνο τηρεί παθητική στάση έναντι της Άγκυρας: «Είμαστε κάθε άλλο παρά παθητικοί. Βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή με την Τουρκία, την κοινωνία των πολιτών, την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω: Οι συνομιλίες με την κυβέρνηση Ερντογάν δεν είναι πάντοτε ευχάριστες. Λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Δείχνουμε ξεκάθαρα τα όριά μας, όπου αυτό είναι απαραίτητο και στρεφόμαστε στην συνεργασία, όπου είναι αυτό εφικτό. Η Τουρκία βρίσκεται πάνω-πάνω στην λίστα των προτεραιοτήτων μας. Ειδικά η Γερμανία έχει πετύχει πολλά, όσον αφορά την εμπλοκή και την δέσμευση», προσθέτει.
Ερωτώμενος σχετικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΕΕ με την Τουρκία, ο κ. Ροτ διευκρινίζει ότι βρίσκονται μεν «στον πάγο» από το 2016, αλλά το γεγονός ότι δεν διακόπτονται, αποτελεί κυρίως ένα σημαντικό μήνυμα προς την τουρκική κοινωνία των πολιτών. «Δεν θέλουμε να αφήσουμε όλους αυτούς που λαχταρούν τις ευρωπαϊκές αξίες μόνους τους στον αγώνα για δημοκρατία, κράτος δικαίου και ανθρώπινα δικαιώματα. Η Τουρκία είναι κάτι περισσότερο από τον Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και την κυβέρνησή του», λέει χαρακτηριστικά και επισημαίνει ότι η ένταξη στην ΕΕ δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας. «Η ΕΕ είναι κοινότητα δικαίου και αξιών. Η τρέχουσα πολιτική του Προέδρου Ερντογάν είναι ελλιπής ή ανεπαρκής, κυρίως σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Αλλά μια αφήγηση που ο τούρκος Πρόεδρος επαναλαμβάνει διαρκώς, είναι: Η ΕΕ δεν μας θέλει καθόλου. Δεν μας ήθελαν ποτέ. Θεωρώ ότι και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα πρέπει να πέσουμε στην παγίδα και να κλείσουμε εντελώς την πόρτα», συμπληρώνει και συνεχίζει: «Ανέκαθεν τασσόμουν υπέρ της διατήρησης της ενταξιακής προοπτικής. Για χάρη των Τούρκων που αγαπούν την ελευθερία. Αλλά σίγουρα θα παρατηρήσατε ότι και εγώ έχω κάθε τόσο αμφιβολίες».
Ο Μίχαελ Ροτ εκφράζει πάντως ταυτόχρονα την άποψη ότι «κάτι έχει αρχίσει να κινείται» στην Τουρκία και αναφέρει ενδεικτικά ότι τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία του ΑΚΡ δεν είναι πλέον τόσο σταθερή όσο κάποτε, ενώ σε μεγάλες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, διοικούν πολιτικοί της αντιπολίτευσης. Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση είναι τεταμένη και πολλοί λαχταρούν συγκεκριμένη προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. «Η επιθυμία για αλλαγή, ελευθερία και δημοκρατία υπάρχει. Γι’ αυτό και είναι ακόμη πιο σημαντικό να συνεχίσουμε να χτίζουμε ανθεκτικές γέφυρες με την κοινωνία των πολιτών και να μην απομακρυνθούμε τώρα από την Τουρκία», τονίζει.
Αναφερόμενος στην συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό, ο κ. Ροτ αναγνωρίζει από τη μία πλευρά, ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή συναίνεση σε ό,τι αφορά την υποδοχή προσφύγων, αλλά από την άλλη πλευρά αναδεικνύει και το γεγονός, ότι καμία χώρα στην Ευρώπη δεν έχει υποδεχθεί τόσους πρόσφυγες όσους έχει υποδεχθεί η Τουρκία – συνολικά περίπου 4 εκ. ανθρώπους, οι οποίοι κατά κανόνα, όπως λέει, λαμβάνουν καλή περίθαλψη. «Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ισχυριζόμουν ότι οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται πάντοτε πολύ καλύτερα στην ΕΕ απ’ ό,τι στην Τουρκία», λέει και περιγράφει ως απαραίτητη την μετεξέλιξη της συμφωνίας, με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης των προσφύγων στην Τουρκία. «Αυτό που πολλοί παραβλέπουν, είναι ότι τα δισεκατομμύρια ευρώ, με τα οποία βοηθήσαμε την Τουρκία στην υποδοχή των προσφύγων, δεν πήγαν στον τουρκικό κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά σε ΜΚΟ, στην υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία και την στέγαση των προσφύγων», αναφέρει ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την Κοινή Πολιτική Ασύλου, ο Μίχαελ Ροτ εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη καταφέρει να δρομολογήσει μια προοδευτική Κοινή Πολιτική Ασύλου και Προσφύγων βασισμένη στην κοινή ευθύνη, την αλληλεγγύη και τον ανθρωπισμό και εκτιμά ότι όπως η γερμανική προεδρία του Συμβουλίου δεν κατάφερε να φθάσει στον στόχο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει επιτυχές τέλος και κατά τους επόμενους μήνες. «Οι διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών εξακολουθούν πολύ απλά να παραμένουν μεγάλες», εξηγεί. Αποκαλύπτει μάλιστα, ότι κατά το προηγούμενο εξάμηνο πέρασε ο ίδιος πολλά Σαββατοκύριακα τηλεφωνώντας σε ομολόγους του και ρωτώντας τους εάν θα ήταν πρόθυμοι να υποδεχτούν άλλους 50 ή έστω 10 πρόσφυγες. «Η αντιμετώπιση των προσφύγων είναι η αχίλλειος πτέρνα της ΕΕ», λέει χαρακτηριστικά.
Ερωτώμενος, τέλος, σχετικά με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αποφυλάκιση του εκδότη Οσμάν Καβάλα και του πολιτικού Σελαχετίν Ντεμίρτας, ο κ. Ροτ επισημαίνει ότι και μόνο από το γεγονός ότι είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Περαιτέρω άρνηση θα είχε οδυνηρές συνέπειες και για την Τουρκία. Και ακριβώς αυτό επισημαίνουμε στην τουρκική κυβέρνηση. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα πρέπει υποχρεωτικά να τηρούνται. Αυτή είναι η προϋπόθεση για την συμμετοχή στο Συμβούλιο της Ευρώπης», καταλήγει ο υφυπουργός, η χώρα του οποίου ασκεί αυτή την περίοδο την Προεδρία του οργάνου.