Το όνομα του ήταν Δημήτρης Βακρινός και για να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας τα εγκλήματά του πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο 1995, οπότε ο Έλληνας «Τaxi Driver» σκότωσε πέντε ανθρώπους εν ψυχρώ και έξι σοβαροί τραυματιμοί.
Η πρώτη του διπλή δολοφονία – Τα αδέρφια Σπυρόπουλοι
Αν και τα εγκλήματα του Βακρινού δεν είναι όλα τοποθετημένα με χρονολογική ακρίβεια, η πρώτη του δολοφονική ενέργεια φαίνεται πως έγινε στις 21 Δεκεμβρίου του 1995, όταν σκότωσε εν ψυχρώ τον Κώστα και τον Αντώνη Σπυρόπουλο.
Ο δολοφόνος ένιωσε πως αδικήθηκε οικονομικά από τα δύο αδέλφια, όταν τους πούλησε ένα αυτοκίνητο για 600.000 δραχμές έναντι 700.000 που ήταν η αρχική συμφωνία.
Έτσι, αποφάσισε να πάρει πίσω το αυτοκίνητο με το αντικλείδι που είχε κρατήσει.
Για κακή του τύχη την τελευταία στιγμή τον άκουσαν οι αδελφοί Σπυρόπουλοι και άρχισαν να τον καταδιώκουν με άλλο αυτοκίνητο.
Ο Βακρινός έμεινε από βενζίνη και αναγκάστηκε να σταματήσει σε ένα βενζινάδικο, όπου τον ακολούθησαν και οι Σπυρόπουλοι.
Προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν χωρίς να γνωρίζουν ότι κουβαλούσε πάνω του όπλα.
Ο Βακρινός άνοιξε πυρ. Αφού άδειασε πάνω τους όλες τις σφαίρες, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Πήρε ένα δεύτερο όπλο, έδωσε στα δύο αδέλφια τη χαριστική βολή και εξαφανίστηκε.
Η δολοφονία του Σεραφείμ Αγιαννίδη γιατί του χάλασε το προξενιό
Το Μάιο του 1996 ο Βακρινός διέπραξε έναν ακόμη φόνο. Σκότωσε τον Σεραφείμ Αγιαννίδη, γιατί, όπως ισχυρίστηκε αργότερα στην αστυνομία, «του είχε χαλάσει ένα προξενιό με μια κοπέλα που ήταν ερωτευμένος και για αυτό έπρεπε να πεθάνει»
Ο Βακρινός επισκέφτηκε το σπίτι του θύματος στο Περιστέρι φορώντας μια μαύρη κουκούλα. Ψύχραιμα χτύπησε το κουδούνι. Την ώρα εκείνη ο Αγιαννίδης απουσίαζε και η μητέρα του που είδε τον κουκουλοφόρο από το ματάκι της πόρτας, ειδοποίησε την αστυνομία.
Ο δολοφόνος κρύφτηκε και περίμενε μέχρι που εμφανίστηκε ο Αγιαννίδης, τον οποίο πυροβόλησε θανάσιμα.
Από τα πυρά του δολοφόνου δεν γλίτωσαν ούτε οι αστυνομικοί που είχαν φτάσει για να διερευνήσουν την καταγγελία, ούτε ο πατέρας του θύματος, που τραυματίστηκαν σοβαρά.
Ο τραυματισμός του συναδέλφου τους πείσμωσε τους αστυνομικούς, που έβαλαν σκοπό να συλλάβουν το δράστη.
Η σύλληψη
Εκτός από δολοφονίες, ο Βακρινός έκλεβε αυτοκίνητα και μηχανάκια. Παράλληλα εργαζόταν ως οδηγός ταξί.
Η αστυνομία τον αναζητούσε παντού, αλλά δεν είχε καταφέρει να τον εντοπίσει.
Η μαρτυρία μιας γυναίκας για μια από τις κλοπές του Βακρινού που ανέφερε ότι ο δράστης διέφυγε με ταξί, βοήθησε την έρευνα των αστυνομικών.
Αρχικά «χτένισαν» όλες τις πιάτσες ταξί ρωτώντας τους οδηγούς αν είχαν πάρει κούρσα ένα κοντό και μιρκοκαμωμένο άντρα, μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα.
Σύντομα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, μέχρι που κάποιος αστυνομικός σκέφτηκε ότι ο ύποπτος θα μπορούσε να είναι οδηγός και όχι πελάτης.
Το όνομα «Δημήτρης Βακρινός» ήταν ήδη γραμμένο στα κατάστιχα της αστυνομίας από τη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου.
Οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι αντικλείδι για το κλεμμένο αυτοκίνητο θα μπορούσε να έχει μόνο ο αρχικός ιδιοκτήτης του, δηλαδή ο Βακρινός.
Συνελήφθη στις 12 Μαΐου του 1997.
Οι ομολογίες και η κατάληξη του δολοφόνου
Ο Βακρινός οδηγήθηκε στην ασφάλεια και προφυλακίστηκε.
Στην κατάθεση του ομολόγησε τις δύο δολοφονίες (η μία διπλή) και αποκάλυψε και άλλες τρεις.
Πρώτο θύμα του κατά συρροή δολοφόνου ήταν ο συγκάτοικος του, Παναγιώτης Δαγλιάς, που τον είχε αδικήσει σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όταν του έκλεψε ένα κυνηγετικό όπλο.
Επόμενο θύμα ήταν μια γυναίκα, η Αναστασία Σιμιτζή, που τον είχε προσβάλει αποκαλώντας τον “κοντό”.
Τρίτο θύμα ήταν ένας συνάδελφος του οδηγός ταξί, ο Θεόδωρος Ανδρεάδης, που τον σκότωσε γιατί δεν τον είχε αφήσει να πάρει κάποιο πελάτη στο ταξί του.
Στις 25 Μαΐου ο Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ο δολοφόνος είχε κρεμαστεί με τα κορδόνια των παπουτσιών του, προτού προλάβει να δικαστεί.
Οι αστυνομικοί και οι ψυχολόγοι τον χαρακτήρισαν μανιακό δολοφόνο, παρόλο που η δράση του δεν ήταν ακριβώς ίδια με τους αντίστοιχους του εξωτερικού.
Οι ειδικοί έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο με ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο που είχε τις ρίζες του στην τραυματική του παιδική ηλικία.
Είχε μειωμένη αυτοεκτίμηση και συμπλεγματική συμπεριφορά, γεγονός που τον οδηγούσε στο να διαπράττει φόνους για ασήμαντους λόγους, απλά και μόνο επειδή θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο. Το χειρότερο που θα μπορούσε κάποιος να του πει, ήταν ότι ήταν κοντός. Αυτό ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη, καθώς, όπως είπε σε μια αναπαράσταση, την ώρα της δολοφονίας… “ψήλωνε”.
Η ζωή του δολοφόνου
Ο Δημήτρης Βακρινός γεννήθηκε στη Γορτυνία το 1963 και μεγάλωσε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια.
Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από τις συγκρούσεις με τον αλκοολικό πατέρα του που τον κακομεταχειρίζονταν.
Ο Βακρινός ήταν ένα αντικοινωνικό παιδί και καλός μαθητής που τελείωσε με το ζόρι το δημοτικό σχολείο.
Σε ηλικία 13 ετών εγκατέλειψε το χωριό και εργάστηκε σε μια ταβέρνα στη Χασιά.
Αργότερα φοίτησε σε μια τεχνική σχολή. Έγινε οξυγονοκολλητής και εργάστηκε στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά έως το 1992.
Μετά έγινε ταξιτζής. Η προσωπική του ζωή ήταν προβληματική, εξαιτίας της άσχημης παιδικής ηλικίας και της κακομεταχείρισης από τον πατέρα του.
Το 1990 έκανε τον πρώτο του γάμο ο οποίος κράτησε μόνο 14 μήνες, επειδή δεν ήθελε να κάνει παιδιά.
Η μεγάλη ρήξη όμως ήρθε όταν σταμάτησε να δουλεύει στα ναυπηγεία και παρά τη μεγάλη αποζημίωση που πήρε, απαίτησε από τη σύζυγό του να ξεκινήσει να εργάζεται.
Εκείνη αρνήθηκε και τον έδιωξε από το σπίτι.
Για να την εκδικηθεί ο Βακρινός, έκαψε το εξοχικό σπίτι του πατέρα της στη Σαλαμίνα.
Ήταν η πρώτη έκρηξη βίας του μετέπειτα δολοφόνου, αλλά κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί την συνέχεια.
Το καλοκαίρι του 1996 πραγματοποίησε το δεύτερο γάμο του, ο οποίος δεν στέριωσε, καθώς λίγο μετά, συνελήφθη για τα εγκλήματά του και οδηγήθηκε στη φυλακή.