Κάθε χρόνο στις 26 Σεπτεμβρίου οι μνήμες ξυπνούν και οι οικογένειες των ανθρώπων που 17 χρόνια πριν χάθηκαν στο ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα» μοιάζουν να ξαναζούν απ’ την αρχή τον εφιάλτη.
Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και φέτος. Ντοκιμαντέρ και αφιερώματα ετοιμάστηκαν και γράφτηκαν ξανά ή ανακυκλώθηκαν, με τις ιστορίες από το πλοίο – φάντασμα που το 2000 κατάληξε στον βυθό του Αιγαίου, να έρχονται ξανά στο προσκήνιο.
Γνωστότερη όλων, αυτή του 19χρονου Στρατιώτη Πεζικού, Βασίλη Ραχούτη, του νεαρού που έχασε τη ζωή του στα νερά στην προσπάθειά του να γλιτώσει από τα νερά ένα μωρό, έχοντας πρώτα σώσει από βέβαιο θάνατο τη μητέρα του.
Ψάχνοντας κανείς στα δημοσιογραφικά αρχεία, τα αφιερώματα και τις συνεντεύξεις των μαρτύρων θα ακούσει και θα διαβάσει πολλάκις ένα όνομα: Αυτό του Βασίλη Ραχούτη, του οποίου η συμβολή στη σωτηρία δεκάδων ναυαγών υπήρξε τεράστια.
Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία που αποτελεί τον λόγο που γράφεται το σημερινό άρθρο.
Μερικές ώρες μετά τη δημοσίευση του εν λόγω αφιερώματος, επικοινώνησε μαζί μου ένα άγνωστο σε εμένα κορίτσι, θέλοντας να μου μιλήσει σχετικά με όσα διάβασε. Το όνομά της είναι Νίκη. «Υπάρχει και μια άλλη αλήθεια για το θέμα αυτό», μου είπε όταν ξεκίνησε η μεταξύ μας συζήτηση.
«Τιμή σε αυτό το παλικάρι και ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του… Απλά υπάρχει και ένας άλλος άνθρωπος -μέλος του πληρώματος- που χάθηκε στα κύματα για να σώσει μια γυναίκα και ένα μωρό…», συνέχισε διηγούμενη μια ιστορία που σε κανένα αρχείο δεν βρέθηκε και για την οποία ακόμα και εκείνοι που έχουν μελετήσει πολύ όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν για το «Εξπρές Σάμινα», δεν γνωρίζουν ή –ακόμα χειρότερα- δεν θυμούνται.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Θέμης Κυπριώτης. Και ήταν ο πατέρας της…
Η Νίκη μίλησε πολύ για εκείνον. Αναζητώντας το όνομά του, πράγματι βρήκα μια αναφορά στον ίδιο και την πολύτιμη βοήθεια που προσέφερε στους ναυαγούς του πλοίου στο οποίο εργαζόταν τότε. Ήταν το 2005 όταν η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» έγραφε για εκείνον:
«Γροθιά στο στομάχι ήταν οι καταθέσεις των Ελένης και Σταματίνας Σιγαλάκη, γιαγιάς και μητέρας, αντίστοιχα, του μόλις 16 μηνών αγοριού που πνίγηκε στα νερά της Πάρου.
Οι δύο χαροκαμένες γυναίκες συγκλόνισαν τόσο με τον πόνο τους για τον άδικο χαμό του μικρού παιδιού, όσο και με την περιγραφή που έδωσαν για την αυτοθυσία και αυταπάρνηση που επέδειξε ένας καμαρότος του πληρώματος και συγκεκριμένα ο Θέμης Κυπριώτης, στην προσπάθειά του να σώσει το παιδί.
΄΄Έκανε τρεις απόπειρες να το δώσει σε ένα ψαροκάικο χωρίς να τα καταφέρει λόγω του κυματισμού. Τελικά, βούτηξε στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο μαζί με το μωρό και μας φώναξε να ακολουθήσουμε και εμείς. Όμως, χάθηκε το παιδί μου, χάθηκε και αυτός. Αργότερα έμαθα ποιος ήταν΄΄, είπε η μάνα. Τις δύο γυναίκες τις περισυνέλεξε ένα ψαροκάικο».
Αυτά γράφτηκαν για τον Θέμη Κυπριώτη. Την ώρα που τόσο τα Μέσα όσο και οι επιζήσαντες του ναυαγίου που σκόρπισε τον θάνατο στα ανοιχτά της Πάρου, έκαναν λόγο για εγκληματική αδιαφορία του πληρώματος στην καταστροφή που λάμβανε χώρα το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου στο «Εξπρές Σάμινα».
Τα δεδομένα γράφτηκαν, η εξαίρεση, όμως, δεν αναφέρθηκε σχεδόν πουθενά. Και η εξαίρεση αυτή ήταν ο Θέμης Κυπριώτης. Ίσως και αρκετοί ακόμα. Έστω και αργοπορημένα, έμαθα πολλά γι’ αυτόν.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο που δε φοβήθηκε ποτέ τη δουλειά. Από μικρός «δούλευε όπου έβρισκε», όπως χαρακτηριστικά μου είπε η Νίκη. Ήταν ο μεσαίος από τα τρία παιδιά των γονιών του. Σήμερα, ζει μόνο η μικρή του αδερφή.
Γεννήθηκε στην Κάρυστο, αλλά ζούσε στην Άνδρο με την οικογένειά του, τη σύζυγο και τις δύο του κόρες. Η μία, η μικρότερη, είναι η Νίκη. Όταν έχασε τον πατέρα της ήταν μόλις 10 ετών. Η αδερφή της, ήταν 15 . Ο Θέμης είχε επιλέξει να δουλεύει στη θάλασσα για να τους εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, παρά το γεγονός ότι λόγω της φύσης της εργασίας του είχε αρκετά ατυχήματα εν πλω. Δεν τα παράτησε όμως.
Την αγαπούσε τη θάλασσα. Όπως αγαπούσε και τη συνήθειά του να βοηθάει όπου μπορούσε, γνωστούς κι αγνώστους. Δεν έκανε πίσω ούτε καν όταν το πλοίο σηματοδοτούσε το τέλος. Όχι μόνο το δικό του, μα δεκάδων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να επιβιβαστούν στο πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά το μοιραίο εκείνο βράδυ.
«Όταν προσέκρουσε το πλοίο μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε: ΄΄Προσαράξαμε πάνω σε μια ξέρα, δεν είναι κάτι σοβαρό. Θα σας πάρω ξανά μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα΄΄. Τότε τον ακούσαμε για τελευταία φορά…», μου είπε η Νίκη.
Ήταν μόλις 43 ετών. Και ένας από τους 81 ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή το βράδυ του ναυαγίου. 81 άνθρωποι, ο καθένας με μια διαφορετική ιστορία που μέχρι σήμερα κανείς δε γνωρίζει, καθώς με εξαίρεση τον Βασίλη Ραχούτη, ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά για τα θύματα του «Εξπρές Σάμινα».
«Απλά θέλω ο κόσμος να μάθει ότι τελικά δεν ήταν όλο το πλήρωμα ΄΄άχρηστο΄΄ όπως αρχικά βγήκε προς τα έξω», ήταν τα λόγια της Νίκης.
Εγώ από τη μεριά μου δεν ξέρω γιατί θέλησα να μεταφέρω όσα μοιράστηκε μαζί μου. Ίσως να ήταν ο εγωισμός του επαγγέλματος για το «ελλιπές» αφιέρωμα που διαπιστώνω πως ετοίμασα. Ίσως πάλι γιατί η Νίκη έχει τη δική μου ηλικία και γιατί όταν έχασε τον πατέρα της ήμασταν και οι δύο 10 ετών. Ειλικρινά δεν ξέρω.
Όπως και να έχει εγώ μια «συγγνώμη» τη χρωστούσα… Υποθέτω και πολύς ακόμα κόσμος που «πέρασε στα ψιλά» τη μαρτυρία της οικογένειας Σιγαλάκη.
Πηγή: menshouse.gr