Τον Άγιο Παϊσιο τον γνωρίζουμε όλοι, τώρα μαθαίνουμε από μια συγκλονιστική εξομολόγηση του διακεκριμένου χειρουργού – ογκολόγου που ήταν στο πλευρό του, την τελευταία του επιθυμία πριν φύγει από τη ζωή.
Ο χειρουργός ογκολόγος Γεώργιος Μπλάτζας υπήρξε επί 25 χρόνια διευθυντής του Τμήματος Ογκολογικής του Θεαγένειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ.
Ήταν, όμως, και ο γιατρός που απάλυνε τον πόνο του λαοφιλέστερου σύγχρονου αγίου, του Αγίου Παϊσίου, τον οποίο χειρούργησε.
Πώς ήταν ο Άγιος Παϊσιος όταν συναντήθηκε με τον γιατρό του
Βαθιά συγκινημένος, ο κ. Μπλάτζας περιέγραψε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» την πρώτη συνάντησή του με τον μετέπειτα άγιο γύρω στο 1980, όταν τους έφερε σε επαφή η νονά του γιου του, που ήταν συμμαθήτρια του γέροντα στην Κόνιτσα:
«Έβλεπες έναν άνθρωπο που ήταν όλος αγάπη, τα μάτια του εξέπεμπαν αγάπη. Εντυπωσιάσθηκα, σε αιχμαλώτιζε από την πρώτη στιγμή. Όταν ζήτησε να τον επισκεφθώ, είχε μια απλή κήλη, με την οποία δεν ήθελε να ασχοληθεί, αλλά κάνοντας υπακοή σε έναν Επίσκοπο, μου ζήτησε να τον χειρουργήσω. Την πρώτη φορά νοσηλεύθηκε με το όνομα Εζνεπίδης (το επώνυμό του), όπως ο ίδιος ζήτησε, ώστε να μην ενοχλούνται οι γιατροί και το προσωπικό από τον κόσμο. Το θεώρησα κάπως υπερβολικό, αλλά όταν όλοι έμαθαν τη δεύτερη φορά που νοσηλεύτηκε στο Θεαγένειο την παρουσία του, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε αυτός ο σοφός γέροντας. Η πίεση ήταν φοβερή από όλες τις μεριές!» διηγείται.
«Υπέφερε πάρα πολύ»
Τρία χρόνια αργότερα ο Παΐσιος τού ανέφερε τα προβλήματα που είχε στο έντερο.
«Παρότι υπέφερε πάρα πολύ, μόνο αν ήσουν γιατρός καταλάβαινες έναν μικρό σπασμό στο πρόσωπό του. Δεν εξέφρασε ποτέ κανένα παράπονο. Φυσικά, ήταν γνώστης της κατάστασής του και των σταδίων που θα ακολουθήσουν, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό… Την αγωγή του την έπαιρνε πλήρως. Έκανε τα πάντα. Ο,τι του λέγαμε. Ήταν ο πιο καλός, ο πιο τυπικός, ο πιο ήσυχος ασθενής. Την ώρα που του ανακοινώσαμε ότι έχει νεόπλασμα και ότι πρέπει να κάνουμε ακτινοβολία, εκείνος αστειεύτηκε: “Εντάξει, πρώτα το Πυροβολικό και μετά θα έρθει το Πεζικό να μας κάνει την εγχείρηση!”».
«Αναγκαζόμουν να κάνω τον… κυματοθραύστη για να μην ταλαιπωρείται. Τους έλεγα “έλεος, έκανε βαριά εγχείρηση, χρειάζεται να συνέλθει ώστε να μπορέσει να σας μιλήσει”. Η αγάπη του, όμως, τα σκέπαζε όλα, τους πόνους του, την ταλαιπωρία, τα πάντα. Τον πλησίασε μια κυρία και τον ρώτησε τι θα γίνει με τον άνδρα της. Εκείνος της είπε με καλοσύνη και χαμόγελο “να έχεις εμπιστοσύνη στους γιατρούς, γιατί είναι άνθρωποι του Θεού και θα τον φροντίσουν τον άνδρα σου. Ο,τι αποφάσισε ο Θεός”. Η γυναίκα έφυγε ανακουφισμένη».
Τους τελευταίους μήνες ο γέροντας είχε καταλάβει ότι πλησίαζε το τέλος της εγκόσμιας ζωής του λόγω της μετάστασης σε πνεύμονες και ήπαρ.
Ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του Άγιου Παΐσιου λίγο πριν φύγει από τη ζωή
«Με κάλεσε λίγες ημέρες πριν κοιμηθεί, λέγοντάς μου κάτι που με συγκλόνισε:
“Να προσεύχεσαι πρώτα για τους κεκοιμημένους, δεν μπορούν να προσευχηθούν για τον εαυτό τους”. Κατάλαβα ότι γνώριζε τι θα συμβεί… Μόνο την τελευταία εβδομάδα της ζωής του με κάλεσε και μου είπε: “Τώρα θα σε παρακαλέσω να με αφήσετε με τον Θεό. Εκανα τα πάντα, έφαγα ακόμα και κρέας το οποίο μου είπες να φάω”. Ηταν η τελευταία του επιθυμία… Θα εκμυστηρευτώ κάτι που δεν το ξέρουν πολλοί. Ο γέροντας αγαπούσε υπερβολικά τον κόσμο, έτσι την ημέρα που έβγαινε από το Θεαγένειο και τον αποχαιρετούσαν όλοι, μου είπε: “Θα ήθελα να ζήσω λίγο ακόμη”. Αμέσως κατάλαβα γιατί το είπε, ήθελε να συνεχίσει να δίνει αγάπη στον κόσμο, παρά την ασθένεια και την κόπωσή του».
Ο έμπειρος γιατρός διδάχθηκε πολλά από τον Παΐσιο, που άλλαξαν τον τρόπο ζωής του.
«Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, ειδικά όταν ήταν στο ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, γύριζα σπίτι άλλος άνθρωπος. Ενιωθες τη δύναμη της πίστεώς του, τη δύναμη της αγάπης του. Ηταν ένα “κομμάτι” ατόφιο αγάπη… Ηθελες δεν ήθελες, σε συμπαρέσυραν η αγάπη και η απλότητά του. Τον σκέπτομαι συνέχεια. Αναρωτιέμαι, αν ήταν παρών, τι θα γινόταν, τι θα έκανα. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να έμεινε ανεπηρέαστος, από αυτούς που τον γνώρισαν. Οταν μιλούσε, τον κοιτούσαν όλοι στο στόμα».