Το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη το άνοιξε ένας Νιγηριανός
«Η Ελλάδα για μένα παραμένει πάντα η χώρα που έδωσε το φως στην ανθρωπότητα και οι άνθρωποί της, εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους τη φιλανθρωπία και τη φιλοξενία. Όλοι οι νέοι άνθρωποι στη Γη κατά κάποιο τρόπο επιδιώκουν να γίνουν Έλληνες, αφού όποιος θέλει να γίνει φιλόσοφος, μαθαίνει τον Αριστοτέλη, όποιος γιατρός τον Ιπποκράτη και όποιος θεατρικός συγγραφέας τον Αριστοφάνη»
Από την εποχή του Λόρδου Βύρωνα έχει περάσει τόσος καιρός που δυσκολευόμαστε στις ημέρες μας να ορίσουμε τι θα πει φιλέλληνας. Αποδίδουμε κατά καιρούς αυτόν τον άτυπο τίτλο τιμής, σε ορισμένους ξένους που ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γραμματεία ή συμμετέχουν στις πρωτοβουλίες μας για την επιστροφή των Μαρμάρων. Εντούτοις, η σύγχρονη εκδοχή του φιλελληνισμού έχει τη λάμψη της αυτοθυσίας και του ρομαντισμού του Βρετανού ποιητή.
Ποιος είναι λοιπόν ο σημερινός φιλέλλην; Κάποιος που θα προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μας σώσει από την υποτίμηση κάποιου ξένου οικονομικού οίκου; Εκείνος που θα ήταν διατεθειμένος να ταξιδέψει ιδίοις εξόδοις από την πατρίδα του για να μας βοηθήσει να σβήσουμε φωτιές τα καλοκαίρια; Οι αλλοδαποί που πήραν μέρος ως εθελοντές στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Όσοι αισθάνονται γνήσιοι απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και μαθαίνουν αρχαία ελληνικά; Δύσκολες ερωτήσεις…
Το μεγαλύτερό του κατόρθωμα όμως είναι ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διέθετε το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη, μια πόλη όπου κατοικούν εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί. Ιδρυτής και ιδιοκτήτης του “Sunburn books”, που όχι μόνο πουλούσε αλλά και έκδιδε βιβλία στην ελληνική γλώσσα, ο Νιγηριανός είναι μία από τις πλέον αγαπητές προσωπικότητες της παροικίας. Χειμαρρώδης, πνευματώδης, μετέχων της ελληνικής παιδείας, δεν φοβάται να μιλήσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες με συναισθηματισμό αλλά και κριτικό πνεύμα. Άλλωστε όταν τον ρωτούν από πού είναι, απαντά με φυσικότητα, «Θεσσαλονικιός», διότι εκεί σπούδασε οδοντιατρική.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης με τον Σαμ Τσέκουα (Sam Chekwas) ακούω συνεχώς τη λέξη Ελλάδα. Καθώς μιλάει γι’ αυτήν το πρόσωπό του λάμπει. Ολα ξεκίνησαν όταν έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο: Η «Αντιγόνη του Σοφοκλή», μεταφρασμένη στα αγγλικά. Από τότε άλλαξε η ζωή του.
Η αγάπη του για την Ελλάδα και για οτιδήποτε ελληνικό δεν σταμάτησε ποτέ. Εμαθε άπταιστα ελληνικά ως φοιτητής, σπούδασε στην Ελλάδα και ερχόμενος στην Αμερική άνοιξε ένα ελληνικό βιβλιοπωλείο στην πιο ελληνική γειτονιά, την Αστόρια. Ο Σαμ Τσέκουα συγκινεί με την «ελληνική» του καρδιά. Αν ήταν πολιτικός στην Ελλάδα σίγουρα θα διέπρεπε.
Η πρώτη επαφή με τα ελληνικά γράμματα έγινε στα… αγγλικά. Ενα βιβλίο με μετάφραση Σοφοκλή τού άλλαξε τη ζωή. «Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι ο συγγραφέας ήταν Ελληνας γιατί τα βιβλία που έπεφταν στα χέρια μας στη Νιγηρία ήταν γραμμένα στα αγγλικά. Αυτό το βιβλίο θεώρησα ότι είναι ανώτερο από τον Σαίξπηρ, ‘μίλησε’ στο είναι μου. Και σε τόσο μικρή ηλικία -ήμουν μόλις 10 χρόνων- μπορούσα να ξεχωρίσω τι έρχεται από την Αγγλία και τι από την Ελλάδα. Η Ελλάδα μιλάει στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που αναπνέει και να μην έχει επηρεαστεί από την Ελλάδα. Λίγοι σαν κι εμένα το εκφράζουν κάθε μέρα. Είναι μια δημιουργική χώρα που η βάση της λογοτεχνίας της είναι ο άνθρωπος».
Ο Σαμ στα 18 του αφήνει την πατρίδα του και κάνει το ταξίδι των ονείρων του. Αποφασίζει να σπουδάσει στην Ελλάδα και να μάθει τη γλώσσα. Αρχικά, θα σπουδάσει Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη «που ήταν η ψυχή μου».
Μια καθηγήτριά του όμως θα τον συμβουλέψει να επιλέξει έναν τομέα που θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη δουλειά. «Θυμάμαι, μου είπε χαρακτηριστικά: ‘Σαμ αν θέλεις να επιβιώσεις πρέπει να κάνεις κάτι πρακτικό’. Επέλεξα την Οδοντιατρική και έκανα αυτή τη δουλειά για δώδεκα χρόνια. Μετά μπήκα στις επιχειρήσεις».
Το επόμενο ταξίδι θα είναι στην Αμερική όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα αδέλφια του. «Εγώ είχα μείνει πίσω ως μικρότερος. Δεν ήθελα ποτέ να έρθω εδώ να μείνω. Ηθελα να πάω να μάθω ελληνικά. Τη δική μου μοίρα εγώ τη διάλεξα. Γιατί η Ελλάδα με καλούσε, η λογοτεχνία της, η ιστορία της, οι άνθρωποί της. Οταν όμως τελείωσα τις σπουδές ήρθα να τους βρω και τελικά έμεινα».
Το 1990 ο Σαμ κάνει μια μεγάλη κίνηση. Ως γνήσιος φιλέλληνας αποφασίζει να ανοίξει στην Αστόρια ένα βιβλιοπωλείο. Η πλειοψηφία των βιβλίων είναι -τι άλλο- ελληνικές εκδόσεις. Από λογοτεχνία μέχρι σχολικά βοηθήματα, λεξικά, ιστορικά και άλλα. «Αυτό που δεν έκανα ήταν να φροντίσω να αφιερωθεί ένα κτίριο στα ελληνικά συγγράματα, αυτός ήταν ο σκοπός μου. Τα περισσότερα βιβλία όταν κλείσαμε πουλήθηκαν και κάποια υπάρχουν και τα πουλάω στο ίντερνετ.
Με την πρώτη ευκαιρία, αν βρεθεί χώρος στην Αστόρια νομίζω θα το ξανάνοιγα το βιβλιοπωλείο. Από το 1990 που άνοιξε, έχουμε εκπαιδεύσει πολλά ελληνόπουλα. Ηταν τεράστιο και ένα τμήμα είχε μόνο ελληνικά. Αφού έμπαιναν ξένοι και έλεγαν ‘τι είναι αυτό;’. Τους έλεγα ‘είναι ο τρόπος μου να τιμήσω την Ελλάδα’. Ακόμη έχω αυτό το όνειρο για την Ελλάδα. Οταν βλέπω τα παιδιά που θέλουν να φύγουν στενοχωριέμαι. Λέμε ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Πιστεύω ότι τώρα που αναλαμβάνουν και νέοι άνθρωποι, να τους δίνουμε ιδέες. Και λέω: πού είναι τα ελληνικά σχολεία που θα διαμορφώνουν το νου των παιδιών όπως έκανα εγώ μόνος μου εκείνα τα χρόνια; Ολα αυτά τώρα χρειάζεται να υλοποιηθούν με προγράμματα από ανθρώπους με όνειρα για το μέλλον της Ελλάδας».
Λάτρης του Σοφοκλή, του Καζαντζάκη και του πιο σύγχρονου Γιώργου Πολυράκη, ο Σαμ Τσέκουα θυμάται: «Οταν πρωτοδιάβασα το ‘O Χριστός ξανασταυρώνεται’ στα αγγλικά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μετά όταν το ξαναδιάβασα, συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άνθρωπος φιλοσοφεί, δεν γράφει απλά».
Πόσο εύκολο όμως ήταν να μάθει μια ξένη γι’ αυτόν γλώσσα όπως τα ελληνικά και να μπορεί να διαβάζει λογοτεχνία; «Το να μάθω τα ελληνικά ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Τόσο δύσκολο που δεν θα άφηνα τα παιδιά μου να υποφέρουν τόσο πολύ. Τα παιδιά μου δεν έτυχε να μάθουν ελληνικά αφού και η γυναίκα μου είναι Αμερικανίδα. Ομως καταλαβαίνουν όταν μιλάω με τους φίλους μου».
Η επιστροφή στην πατρίδα είναι συχνή, καθώς ο Σαμ διατηρεί στενή σχέση με τις ρίζες του. Σχεδόν κάθε δίμηνο επισκέπτεται τη Νιγηρία όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά αλλά κυρίως …ελληνικά!
«Στη Νιγηρία υπάρχει ένα σχολείο όπου τα παιδιά μαθαίνουν ελληνικά. Εδώ και 17 χρόνια γίνεται αυτό. Εγώ τους κάνω μάθημα όποτε πηγαίνω. Μάλιστα με ρώτησαν αν θα έχουμε και φέτος ελληνικά γιατί όλα τα παιδιά θέλουν να γραφτούν και είπα ‘ασφαλώς θα έχουμε’. Οταν επηρεάζεις το νου ενός παιδιού πάντα κοιτάζει προς εσένα για καθοδήγηση. Αυτό δεν το κάνει η Ελλάδα πια. Εδώ και 20 χρόνια έχει γυρίσει στον εαυτό της.
»Πρέπει να είναι η πατρίδα όλων, πρέπει να ανοιχτεί, πρέπει να δέχεται ανθρώπους. Προσπαθούμε να ανοίξουμε μερικά σχολεία στην Αφρική αλλά δεν μπορούμε να φέρουμε ούτε μια δασκάλα. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα, π.χ. αφού σπούδασες Ελληνική Φιλολογία εμείς για 5 χρόνια μπορούμε να σε στείλουμε στη Νότια Αφρική να διδάξεις ελληνικά, να σε πληρώνουμε. Εκείνα τα 20 παιδιά που θα διδάξεις θα κοιτάξουν προς την Ελλάδα. Είναι μια γλώσσα που μιλιέται σε όλο τον Κόσμο γιατί η γλώσσα της Παιδείας είναι ελληνική».
Η ιστορία του από την Αφρική στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αστόρια, είναι συγκινητική. Τη διηγήθηκε στην “Κ” αλλά και στο βιβλίο του: «Το θαύμα να νιώθεις Έλληνας»:
– Πώς αισθανθήκατε ερχόμενος στην Ελλάδα το 1980; Σας αντιμετώπισαν περίεργα;
– Ήμουν μεγαλωμένος στη Νιγηρία, σε μια ομοιογενή κοινωνία όπου ο ρατσισμός ήταν άγνωστη λέξη. Οταν ήρθα στην Ελλάδα, που δεν είχε τότε μετανάστες, ακόμα και αν κάποιος με αντιπαθούσε για το χρώμα του δέρματός μου ούτε καν το έπαιρνα χαμπάρι. Πέρασα υπέροχα στη Θεσσαλονίκη και δεν αντιμετώπισα τέτοια προβλήματα, κατά την επταετία όπου έμεινα στην πόλη. Άλλωστε είχα πάντα έναν σκοπό: να μάθω περισσότερα πράγματα για την Ελλάδα, τον αρχαίο και τον σύγχρονο πολιτισμό και να τα μεταφέρω στους συμπατριώτες μου. Τελικά ενώ σπούδαζα φιλολογία, μια καθηγήτριά μου με έπεισε να σπουδάσω οδοντιατρική για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα οικονομικά. Τελικά όμως κατέληξα να προωθώ αυτό που αγάπησα περισσότερο, τα ελληνικά γράμματα.
– Στη Νέα Υόρκη πώς καταλήξατε;
– Όσο ήμουν στην Ελλάδα, στη Νιγηρία υπήρχε Χούντα και εγώ ήμουν αναμεμειγμένος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αν επέστρεφα στην πατρίδα μου, δεν θα ζούσα σήμερα. Έτσι επέλεξα να έρθω στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσαν τα πέντε αδέλφια μου. Ύστερα από δύο χρόνια άνοιξα το πρώτο μου βιβλιοπωλείο. Μετά πήρα έναν μεγαλύτερο χώρο, πάλι στην Αστόρια, όπου έχω στα ράφια και στην αποθήκη 50.000 βιβλία. Ανάμεσα σε αυτά, υπάρχουν και 7.000 ελληνικοί τίτλοι. Παλαιότερα τα ελληνικά βιβλία είχαν περισσότερη ζήτηση. Με το ευρώ, οι τιμές ανέβηκαν πολύ σε σχέση με το παρελθόν. Το κόστος τους για τους Έλληνες της Αμερικής που πληρώνουν σε δολάρια είναι πολύ υψηλό.
– Οι Έλληνες της Αμερικής γιατί υστερούν πολιτιστικά;
– Έχουν βαθιά αγάπη και πόνο για τη χώρα, αλλά νιώθουν ίσως περισσότερο συνδεδεμένοι με τη μουσική, τον χορό και το φαγητό. Θεωρούν ίσως το ελληνικό τυρί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, αλλά όχι το βιβλίο. Πρέπει να τους βοηθήσουμε να το βάλουν στη ζωή τους. Το ελληνικό βιβλίο θα μπορούσε να φέρει συνάλλαγμα στην Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα όμως δεν πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως εμπόρευμα, αλλά ως την έμπρακτη απόδειξη ότι τα ελληνικά γράμματα μπορούν να εξαχθούν στο εξωτερικό. Δεν ρίχνω όμως το φταίξιμο μόνο στην Ελλάδα. Κάνω και εγώ την αυτοκριτική μου. Θα ήθελα να έχω κάνει περισσότερα πράγματα για να κάνω το βιβλιοπωλείο μου και ίσως να έχω μείνει και εγώ πίσω.
– Πού αποδίδετε το γεγονός ότι έχετε το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη, όπου ζουν χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί;
– Μα και εγώ Έλληνας νιώθω. Πρέπει να σας πω όμως ότι είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει μια τέτοια επιχείρηση εδώ. Εγώ κάνω λειτούργημα, δείχνω την ευγνωμοσύνη μου, εκφράζω την ευχαριστία μου για μια χώρα που με αγκάλιασε, με σπούδασε και με έθρεψε. Της χρωστάω της Ελλάδας. Οι Έλληνες που ήρθαν εδώ, ήθελαν να βελτιώσουν τη ζωή τους οικονομικά και ο πολιτισμός δεν είναι μία από τις προτεραιότητές τους. Χρειάζονται πολλά χρόνια για να νιώσουν ασφάλεια και να δουν και άλλα πράγματα πέραν της εργασίας.
– Η ελληνική γλώσσα χάνεται;
– Και βέβαια. Δεν αρκούν οι 3 ώρες ελληνικού σχολείου που πηγαίνουν συνήθως τα ελληνοαμερικανάκια για να συγκρατήσουν τις λέξεις, να τους γίνουν κτήμα. Ο,τι δεν γιορτάζεται, αποξενώνεται και πεθαίνει. Δεν υπάρχει έμφαση στη γλώσσα ως ταυτότητα, αλλά στη μουσική και στη διασκέδαση, τουλάχιστον στην Αμερική. Όμως και το ελληνικό κράτος δεν κάνει σοβαρές προσπάθειες να αγκαλιάσει και να βοηθήσει όσους θέλουν να μάθουν ελληνικά είτε είναι ξένοι είτε Ελληνοαμερικανοί. Δεν έχουμε σοβαρά ιδρύματα όπως το Γκαίτε, το Ιταλικό και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Μαζί με τη γλώσσα, θα χάσουμε και τους φιλέλληνες, διότι δεν υπάρχει στο εξωτερικό ένας χώρος που να τους συσπειρώνει πνευματικά και αυτό είναι η πικρή αλήθεια. Κάθε αμερικανικό πανεπιστήμιο πρέπει να έχει τμήμα ελληνικών σπουδών. Αλλά πώς να γίνει αυτό χωρίς υποστήριξη;
– Η Ελλάδα ζει σε οικονομική και ίσως πνευματική παρακμή. Πώς το αντιμετωπίζετε;
– Με θλίβει βαθιά αλλά είμαι αισιόδοξος. Είναι ένα μπουρίνι και θα περάσει όταν βρεθούν πραγματικοί ηγέτες. Όταν προσεύχομαι, σε κάθε μου προσευχή βάζω και την Ελλάδα. Χωρίς αυτή τη χώρα, η ζωή του ανθρώπου θα ήταν χωρίς φιλοσοφία, ο άνθρωπος θα έχανε ένα μέρος της ομορφιάς της ψυχής του. Οι Έλληνες δεν έχουν πάψει να δημιουργούν, αλλά δεν έχουν πνευματική εξωστρέφεια. Όταν προωθείς την ελληνική παιδεία, προωθείς την ανθρωπότητα. Οι συμπατριώτες μου με καμαρώνουν γιατί έχω αυτή την ενασχόληση με την Ελλάδα, δεν θα με εκτιμούσαν το ίδιο αν ήμουν ένας επιτυχημένος οδοντίατρος.
– Τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα;
– Δεν μου αρέσει να βλέπω τους Έλληνες να βρίζουν και να καπνίζουν. Κυρίως όμως θα ήθελα να διώξω την ξενομανία, να θεωρείτε πάντα καλύτερο τον ξένο. Η ποιότητα ξεκινά από εσάς, όχι από τους ξένους…
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σαμ Τσέκουας έχει πει:
«Η Ελλάδα για μένα παραμένει πάντα η χώρα που έδωσε το φως στην ανθρωπότητα και οι άνθρωποί της, εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους τη φιλανθρωπία και τη φιλοξενία. Όλοι οι νέοι άνθρωποι στη Γη κατά κάποιο τρόπο επιδιώκουν να γίνουν Έλληνες, αφού όποιος θέλει να γίνει φιλόσοφος, μαθαίνει τον Αριστοτέλη, όποιος γιατρός τον Ιπποκράτη και όποιος θεατρικός συγγραφέας τον Αριστοφάνη».
Πηγές: ekirikas – kathimerini/ dinfo