Ήταν Δεκέμβριος του 1996 στις ΗΠΑ όταν η 6χρονη Τζοάν-Μπενέτ Ράμσεϊ βρέθηκε νεκρή χτυπημένη μέχρι θανάτου με ρόπαλο του μπέιζμπολ την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ποια ήταν η Τζοάν-Μπενέτ Ράμσεϊ
Η Τζον-Μπένετ Πατρίσια Ράμσεϊ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1990, στην Ατλάντα της Τζόρτζια σε μια εύπορη οικογένεια, και ήταν το μικρότερο από τα δύο παιδιά της Πατρίσια “Πάτσι” Ράμσεϊ και του Τζον Μπένετ Ράμσεϊ. Η Τζον-Μπένετ είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό που ονομάζεται Μπερκ. Το όνομα της Τζον-Μπένετ Πατρίσια είναι ένας συνδυασμός των ονομάτων των γονιών της.
Κάποια στιγμή, η μητέρα της, Πάτσι Ράμσεϊ, αποφάσισε να την στείλει σε διάφορους παιδικούς διαγωνισμούς ομορφιάς στο Μπόλντερ, όπου είχε κερδίσει πολλούς τίτλους.
Η Τζον-Μπέντ έγινε παγκοσμίως γνωστή και ο τύπος την αποκαλούσε «μικρή βασίλισσα ομορφιάς». Υπήρχαν όμως και πολλά αρνητικά σχόλια, καθώς πολλοί κατέκριναν το γεγονός ότι το κοριτσάκι δεν χαιρόταν την παιδική του ηλικία, καθώς τις περισσότερες φορές κυκλοφορούσε βαμμένη, χτενισμένη και ντυμένη όπως μια ενήλικη γυναικά.
Δολοφονία της 6χρονης
Τα Χριστούγεννα του 1996 στις 5:52 π.μ., η Πάτσι, κάλεσε την αστυνομία της περιοχής, σε κατάσταση σοκ. Ισχυρίστηκε ότι η κόρη της έχει απαχθεί, καθώς βρήκε ένα σημείωμα δυόμισι σελίδων στη σκάλα της κουζίνας, όπου οι απαγωγείς της ζητούσαν ως λύτρα 118,000 δολάρια. Παρόλο που το σημείωμα λύτρων απαιτούσε από την οικογένεια να μην επικοινωνήσει με κανένα, η Πάτσι δεν τηλεφώνησε μόνο στην αστυνομία, αλλά και σε συγγενείς και φίλους.
Οι ερευνητές μέσα στο σπίτι βρήκαν ένα προσχέδιο του σημειώματος λύτρων, σαν ο δράστης να έκανε πρόβα πριν γράψει το τελικό του σημείωμα. Εν τω μεταξύ, ο Τζον επισήμανε στους ντεντέκτιβ ότι το ποσό των λύτρων, ήταν σχεδόν όσο το χριστουγεννιάτικο επίδομα που είχε λάβει από την εργασία του, γεγονός που υποδήλωνε ότι κάποιος που είχε πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες εμπλεκόταν στο έγκλημα.
Αυτό το δεδομένο άνοιξε διάφορες θεωρίες και αρχικά στην λίστα των υπόπτων μπήκαν οι υπάλληλοι της εταιρείας Access Graphics. Ωστόσο δεν βρέθηκαν στοιχεία που να τους ενοχοποιούν. Κατόπιν εξετάστηκε η πιθανότητα η απαίτηση για λύτρα να ήταν αναφορά στον 118ο Ψαλμό της Βίβλου και η αστυνομία ερεύνησε θρησκευτικές πηγές για να καθορίσουν πιθανή συνάφεια. Ούτε όμως αυτό το σενάριο απέφερε καρπούς.
Στη 13:00 το μεσημέρι, η ντετέκτιβ Αρντ ζήτησε από τον Τζον Ράμσεϊ και τον Φλιτ Γουάιτ, έναν οικογενειακό φίλο, να ψάξουν το σπίτι για να δουν αν «κάτι τους φαινόταν ύποπτο». Ξεκίνησαν την αναζήτηση τους στο υπόγειο. Ο Τζον άνοιξε την φραγισμένη πόρτα που είχε παραβλέψει ο αστυνομικός Φρενς και είδε την κόρη του ξαπλωμένη σε ένα από τα δωμάτια. Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε ανακούφιση που βρήκε το παιδί του, αλλά πολύ σύντομα κατάλαβε ότι ήταν νεκρή.
Το σώμα της Τζον-Μπένετ ήταν καλυμμένο με μια λευκή κουβέρτα. Στο στόμα της υπήρχε κολλητική ταινία, ενώ γύρω από τους καρπούς και το λαιμό υπήρχε ένα νάιλον κορδόνι, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από τη σπασμένη λαβή ενός πινέλου που προφανώς χρησιμοποιήθηκε για να τη στραγγαλίσουν. Ο Τζον σήκωσε το σώμα του παιδιού και το πήγε στον επάνω όροφο. Όταν η Τζον-Μπένετ μεταφέρθηκε, ο τόπος του εγκλήματος καταστράφηκε περαιτέρω καθώς αλλοιώθηκαν και άλλα κρίσιμα ιατροδικαστικά στοιχεία.
Η αυτοψία αποκάλυψε ότι η επίσημη αιτία θανάτου της Τζον-Μπένετ ήταν η « ασφυξία από στραγγαλισμό που σχετίζεται με κρανιοεγκεφαλικό τραύμα». Δεν υπήρχαν στοιχεία βιασμού, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί ως κίνητρο η σεξουαλική επίθεση. Υπήρχαν ενδείξεις ότι προηγήθηκε κολπικός τραυματισμός, παρόλο που δεν βρέθηκαν ίχνη σπέρματος. Κατά την αυτοψία, ο ιατροδικαστής κατέγραψε ότι η κολπική περιοχή της μικρής είχε σκουπιστεί με πανί. Ο θάνατος της κρίθηκε ως ανθρωποκτονία.
Μέρος του πινέλου που χρησιμοποιήθηκε για να την στραγγαλίσουν βρέθηκε σε μια μπανιέρα που περιείχε τα εργαλεία ζωγραφικής της Πάτσι. Ωστόσο η άκρη του πινέλου δεν βρέθηκε ποτέ παρά την εκτεταμένη έρευνα στο σπίτι από την αστυνομία τις επόμενες ημέρες.
Τα λάθη που έγιναν στην αρχική έρευνα περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την υπόθεση. Η απώλεια και αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων, η έλλειψη έμπειρου και τεχνικού προσωπικού στην έρευνα, τα αποδεικτικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην οικογένεια πριν ερευνηθούν και οι καθυστερημένες ανεπίσημες καταθέσεις με τους γονείς, οδήγησαν την αστυνομία σε μεγάλο αδιέξοδο.