Ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας μιλώντας σε διαδικτυακή συζήτηση τόνισε την επιτυχημένη πορεία της χώρας και αναφέρθηκε στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος.
Η χώρα μας κατάφερε με τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα να μειώσει τη διασπορά του κορονοϊού κατά 80% και πλέον ο δείκτης αναπαραγωγής βρίσκεται στα χαμηλά επίπεδα του 0,31. Όμως τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όσο και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων εκτιμούν ότι θα επιστρέψει. Με τις επισημάνσεις αυτές ο Καθηγητής Λοιμωξιολογίας κ. Σωτήρης Τσιόδρας μιλώντας στην πρώτη από μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, αναφέρθηκε στην έλευση 2ου κύματος της νόσου διεθνώς.
Όπως είπε: «Οι κορονοϊοί είναι περίεργοι τύποι ιών. Στο παρελθόν έχουν δείξει σταθεροποίηση της κυκλοφορίας τους. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να προκαλούν τις τακτικές εποχικές εξάρσεις του κοινού κρυολογήματος. Ελπίζουμε ότι έτσι θα εξελιχθεί και αυτός και με την κυκλοφορία ενός αποτελεσματικού εμβολίου θα μπορέσουμε να τον καταστείλουμε.
Πλέον όλες οι κοινωνίες έχουν επικεντρωθεί στην προετοιμασία για το δεύτερο κύμα. Στο πλαίσιο αυτό η προσοχή στρέφεται στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται και στην ασφάλεια των ασθενών. «Πρέπει να διατηρήσουμε ένα πλήρες και λειτουργικό ιατρικό μητρώο ασθενών COVID-19», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιόδρας, με ψηφιοποίηση όλης της διαδικασίας. Ακόμη, χρειάζεται βελτίωση νοσοκομειακών δεικτών που αφορούν σε άλλα θέματα ασφαλείας των ασθενών, όπως οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις από πολυανθετιοκούς μικροοργανισμούς, που είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τα ελληνικά νοσοκομεία, η αναλογία νοσηλευτή-τριας ανά ασθενείς, ο έλεγχος της ποιότητας και της ασφαλείας κλπ. Σημαντικό πεδίο είναι και η ενίσχυση της ΠΦΥ για τις μακρινές μία αστικές περιοχές.
«Εν μέσω της πανδημίας ορίστηκαν κάποια κέντρα υγείας COVID-19, σε αστικές περιοχές για να υποστηρίξουν και να αποσυμπιέζουν τα δημόσια νοσοκομεία», ανέφερε ο κ.Τσιόδρας. Συμπλήρωσε, όμως, πως χρειάζονται υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας σε όλη τη χώρα, «που δεν θα φοβούνται να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις. Υπήρξε μεγάλη στήριξη από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αλλά χρειάζεται περισσότερη».
Σύμφωνα με τον Καθηγητή, το 0,2% των υγειονομικών προσβλήθηκε από τον νέο κορονοϊό, που σε αναλογία με το σύνολο των θετικών κρουσμάτων της χώρας, αποτελούν το 10%. Είναι σημαντική η παραμονή στο σύστημα υγείας όσων εντάχθηκαν εν μέσω της πανδημίας, εκτίμησε ο κ. Τσιόρας, σχολιάζοντας τις κινήσεις που έγιναν από το Υπουργείο Υγείας για την αντιμετώπιση της απουσίας επαρκούς εκπαιδευμένου προσωπικού. Για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις προσελήφθησαν 4.150 άτομα, όπως γιατροί και νοσηλευτές καθώς και λοιπό προσωπικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε και ο κ. Τσιόρας, πρόκειτο για 495 γιατρούς, 2085 νοσηλευτές και νοσηλεύτριες και 1570 άτομα διαφόρων άλλων ειδικοτήτων.
Όπως εξήγησε ο κ Τσιόρας, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι ανάγκες των ασθενών με COVID-19 που θα χρειαστούν νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας δημιουργήθηκε ένα «διπλό σύστημα». Συστήθηκαν λοιπόν κλίνες ΜΕΘ COVID-19 που αυξήθηκαν σε αριθμό, μετατρέποντας κρεβάτια από άλλες κλινικές, όπως καρδιολογικές ή άλλων τομέων των νοσοκομείων, σε κλίνες COVID-19. Άλλου είδους κλίνες (όπως ΜΑΦ ή ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα) χρησιμοποιήθηκαν για τη νοσηλεία ασθενών με άλλα προβλήματα υγείας. Έτσι από 5.5 κλίνες ανά 100.000 άτομα πληθυσμού στα τέλη Απριλίου φθάσαμε στις 9.4 κλίνες ανά 100.000 άτομα.
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων περιορισμού (lockdown) οδήγησε στην αξιοποίηση τελικά μόνο 2,6 κλινών ΜΕΘ ανά 100.000 άτομα πληθυσμού. Στόχος όμως είναι ο αριθμός των διαθέσιμων κρεβατιών ΜΕΘ να αυξηθεί περισσότερο έως το τέλος του έτους φθάνοντας τις 11,1 ανά 100.000 άτομα, κοντά δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.