Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να έρθουν ευχάριστα νέα για τους συνταξιούχους, καθώς τόσο οι συντάξεις τους όσο και τα αναδρομικά θα πληρωθούν τις επόμενες μέρες, αν κι έχει ήδη ξεκινήσει η καταβολή για τον Ιούλιο.
Όπως ανέφερε ο εργατολόγος Δημήτρης Περπατάρης, το Δημόσιο την Τρίτη 29 Ιουνίου θα καταβάλει μαζί με τη σύνταξη του Ιουλίου και τις αυξήσεις για όσους τις δικαιούνται, ενώ στον ιδιωτικό τομέα με τον επανυπολογισμό μετά τον νόμο Κατρούγκαλο την Τετάρτη 30 Ιουνίου.
Πρόκειται για 10.800 συνταξιούχους οι οποίοι μεσοσταθμικά θα δουν ένα ποσό της τάξεως των 74 ευρώ, στους δικαστικούς θα είναι μέχρι 451 ευρώ, στους ένστολους μέχρι 192 ευρώ και αναδρομικά 21 μηνών στο τέλος Ιουλίου.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος με 37 χρόνια εργασίας και σύνταξη 1.005 ευρώ, η αύξηση που θα λάβει θα είναι 86 ευρώ και τα αναδρομικά 1.806 ευρώ.
Την ίδια ώρα υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία 150.000 παλαιών συνταξιούχων, πριν το 2016 και τον νόμο Κατρούγκαλου οι οποίοι για τους οποίους ο επανυπολογισμός και η πληρωμή αναμένεται να γίνει τον Σεπτέμβριο.
Τι αυξήσεις φέρνει το νέο επικουρικό σύστημα;
Οχι μόνο εξασφαλισμένες, αλλά και υψηλότερες από τις σημερινές θα είναι οι επικουρικές συντάξεις με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, που παρουσίασαν ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης και ο αρμόδιος υφυπουργός Πάνος Τσακλόγλου.
Με συντηρητικές υποθέσεις για την απόδοση από την αξιοποίηση των εισφορών η επικουρική σύνταξη μπορεί να είναι ακόμη κατά 68% υψηλότερη από αυτή που θα έπαιρνε κάποιος ασφαλισμένος υπό το ισχύον καθεστώς, με τα ίδια χρόνια ασφάλισης και τις ίδιες αποδοχές.
Μάλιστα, όπως είπε ο κ. Τσακλόγλου, «προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη του υφιστάμενου επικουρικού κλάδου του e-ΕΦΚΑ θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050». Η συρρίκνωση της σύνταξης υπό το σημερινό διανεμητικό καθεστώς είναι αναπόφευκτη, καθώς ολοένα και πιο λίγοι εργαζόμενοι θα καλούνται με τις εισφορές τους να χρηματοδοτήσουν την καταβολή των συντάξεων ολοένα και περισσότερων συνταξιούχων. Δεδομένου ότι το υφιστάμενο επικουρικό δεν μπορεί να είναι σύμφωνα με τον νόμο ελλειμματικό, το έλλειμμα χρηματοδότησης που προκαλεί η δυσμενής αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους θα καλύπτεται με περικοπές των παροχών.
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης βασίζεται στο αντίστοιχο σουηδικό. Βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.
Το νέο σύστημα θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης (μισθωτοί δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, δικηγόροι και μηχανικοί). Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών, οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα.
Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει (6% για τους μισθωτούς και βάσει ασφαλιστικής κλάσης για τους αυτοαπασχολουμένους).
Η διαχείριση των ατομικών «κουμπαράδων» θα γίνεται μέσω ενός νέου δημόσιου φορέα, του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες, θα υπόκειται σε ισχυρή κρατική εποπτεία και θα επενδύει με αυστηρά και διαφανή κριτήρια. Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου –με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του– θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.
Οπως σημείωσε ο υπουργός Εργασίας, τα πλεονεκτήματα του νέου συστήματος είναι:
1. Οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους.
2. Δίνει στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του.
3. Βοηθάει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα.
4. Μέσα από το νέο σύστημα θα δημιουργηθεί και ένας εθνικός «κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος.
5. Ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο υφυπουργός Εργασίας κ. Τσακλόγλου σημείωσε πως «σε πάρα πολλές χώρες του ΟΟΣΑ πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται συμπληρωματικά από κάποιο κεφαλαιοποιητικό πρόγραμμα ασφάλισης. Η απόδοση που δίνουν τα συστήματα αυτά είναι ικανοποιητικότατη. Τα συστήματα της νοητής κεφαλαιοποίησης (σ.σ. όπως είναι ο υφιστάμενος επικουρικός κλάδος του e-ΕΦΚΑ) ήταν 1,7%, ενώ των συστημάτων της πραγματικής κεφαλαιοποίησης ήταν 4,2%».
Η αλλαγή του συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό καθίσταται αναγκαία εξαιτίας των δημογραφικών εξελίξεων.
Οπως σημείωσε ο κ. Τσακλόγλου, το υφιστάμενο εξ ολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά όχι πια. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν «χτιζόταν» το ασφαλιστικό μας σύστημα, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στην Ελλάδα ήταν πάνω από 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1 και σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ε.Ε.
Βάσει των στοιχείων που παρουσίασε η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, η αναλογία ασφαλισμένων προς συνταξιούχους επικουρικής ασφάλισης, από 2,6 που ήταν το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,7 το 2050. Δηλαδή, το 2050 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10%.
Από την εισαγωγή του νέου συστήματος δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Θα αναγράφεται ρητώς στον νόμο πως οι καταβαλλόμενες από το «παλιό» επικουρικό ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν και για τον λόγο αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το «παλιό» ταμείο επικουρικής ασφάλισης.
Το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. –κατά μέσο όρο– κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δισ. σε ετήσια βάση.
Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες.