Το τριπλό φονικό της Θάσου, που τον Ιούνιο του 2001 συγκλόνισε το Πανελλήνιο, παρέμενε για 16 χρόνια ένα «στοιχειωμένο» έγκλημα, με αναπάντητα ερωτήματα.
«Μαφιόζικη εκτέλεση με φόντο την πολεοδομία», έγραφαν τα τότε πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, μια μέρα μετά την αποκάλυψη του μακελειού σε μια βίλα στην Καλλιράχη της Θάσου.
Θύματα ήταν ο 48χρονος υπάλληλος της Πολεοδομίας Καβάλας, Γιάννης Κουλούσης, ο 55χρονος υπάλληλος της Τοπογραφικής Υπηρεσίας Καβάλας, Γιώργος Χαλκίδης και ο 49χρονος εργολάβος οικοδομών και στέλεχος τότε της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, Κυριάκος Αθανασάς. Ο τελευταίος είχε βρεθεί σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.
Οι τρεις άνδρες θα περνούσαν το Σαββατοκύριακο στην εξοχική κατοικία του ενός εξ αυτών. Από το πρωί εκείνης της ημέρας, δεν απαντούσαν στα τηλέφωνα. Ο πρώτος αστυνομικός έφτασε στη βίλα στις 2 τα ξημερώματα. Βρήκε τον Γιάννη Κουλούση κα τον Γιώργο Χαλκίδη νεκρούς στη βεράντα, με δύο σφαίρες στο κεφάλι. Ο Κυριάκος Αθανασάς είχε ξεψυχήσει με δύο σφαίρες στην πλάτη και μία στο κεφάλι, στον ελαιώνα του εξοχικού, όπου πιθανώς κατεθύνθηκε στην προσπάθειά του να διαφύγει. Το «συμβόλαιο θανάτου» αφορούσε τους δύο πρώτους. Ο εκτελεστής είχε δώσει και στα τρία θύματά του «χαριστική βολή».
Το κίνητρο του τριπλού φονικού στη Θάσο
Βασικός ύποπτος ήταν εξ’ αρχής ο 46χρονος τότε, 67 ετών σήμερα, επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων, Ανδρέας Χτενάς. Οι Αρχές γνώριζαν από την αρχή το κίνητρο του δράστη, ωστόσο, δεν είχαν βρεθεί επαρκή στοιχεία εις βάρος του.
Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, το κίνητρο ήταν η κατεδάφιση ενός αυθαιρέτου σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της συζύγου του Χτενά, τον Μάιο του 2001, δηλαδή λιγότερο από έναν μήνα πριν από την τριπλή δολοφονία. Η απόφαση για την κατεδάφιση ελήφθη από τα δύο εκ των τριών θυμάτων της Θάσου.
«Σε διάστημα μίας εβδομάδας από την κατεδάφιση, έντονη είναι η αντίδραση του Ανδρέα Χτενά, ο οποίος απειλεί ότι θα θάψει σε φέρετρα που είχε τοποθετήσει εντός του παραπάνω οικοπέδου (τρία σε αριθμό) όποιον του κατεδάφιζε το σπίτι», τονίζεται στο διατακτικό της απόφασης που επικαλείται μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής.
Η δολοφονία Σιδηρόπουλου έναν χρόνο μετά
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, στις 27 Ιουλίου 2002, δολοφονείται με παρόμοιο τρόπο ο επιχειρηματίας Γιώργος Σιδηρόπουλος στην Καβάλα. Οι δράστες είχαν αρπάξει με τη βία το θύμα τους. Τον είχαν δέσει χειροπόδαρα και τον είχαν βάλει μέσα σε πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου προκειμένου να τον «τσιμεντώσουν» και να τον πετάξουν στη θαλάσσια περιοχή Καλαμίτσας Καβάλας.
Χάρη στην ιδιαίτερη σωματική δύναμή του, το υποψήφιο θύμα είχε καταφέρει να λυθεί, να ανοίξει το πορτμπαγκάζ και να προσπαθήσει να διαφύγει. Ο δράστης, ωστόσο, τον καταδίωξε και τον εκτέλεσε με 4 σφαίρες.
Έπειτα από 8 ημέρες, βρέθηκε νεκρή η σύντροφος του Σιδηρόπουλου, σε παραλία της Καβάλας, μετά από παράσυρση αυτοκινήτου, που ποτέ δεν εντοπίστηκε, όπως και η ταυτότητα της γυναίκας, η οποία πιθανότατα ήταν αλλοδαπή.
Βασικός ύποπτος και για αυτή τη δολοφονία ήταν ο Χτενάς, «συνέταιρος» τότε του Σιδηρόπουλου, με τον οποίο εφέρετο να είχε τσακωθεί την προηγούμενη ημέρα και να είχαν δώσει ραντεβού την επόμενη.
Από την εξέταση των βολίδων και των καλύκων, του πιστολιού που χρησιμοποιήθηκε στην τριπλή δολοφονία της Θάσου και αυτών της δολοφονίας της Καβάλας, στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ, προέκυψε ότι ήταν το ίδιο όπλο των 9ΜΜ. Στελέχη των δικαστικών αρχών αναζητούσαν έντονα ένα ίδιο πιστόλι, που είχε στείλει με δέμα από Αθήνα, ένας αστυνομικός που υπηρετούσε στην Καβάλα και ήταν «οπλουργός», εικάζοντας ότι ήταν το όπλο της δολοφονίας, που τελικά ποτέ δε βρέθηκε.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανακριτές αναζητούσαν στοιχεία για τις σχέσεις που διατηρούσε ο Χτενάς με αστυνομικούς. Στα στοιχεία που καταγράφηκαν, ένα προς ένα, στη δικαστική απόφαση παραπομπής του σε δίκη αναφέρθηκαν και μαρτυρίες που αφορούσαν στο αυτοκίνητο του κατηγορούμενου, πανομοιότυπο του οποίου είδαν έξω από το εξοχικό όπου έγινε το μακελειό.
Ο Χτενάς, ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων και καταστήματος οπτικών στη Θάσο, είχε εκτίσει στο παρελθόν ποινή φυλάκισης, καθώς βαρύνονταν με κατηγορίες που σχετίζονταν με ληστείες, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, εκβιασμούς και ξυλοδαρμούς. Είχε, επίσης, κατηγορηθεί και ως αρχηγός συμμορίας με Αλβανούς κακοποιούς που προχωρούσαν σε ληστείες στην περιοχή.
Στις 31 Οκτωβρίου 2002, σημειώνονται δύο αιματηρές ένοπλες ληστείες σε τράπεζες της Ελευθερούπολης Παγγαίου Καβάλας. Ο Ανδρέας Χτενάς κατηγορείται για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ληστείας, 5.000 ευρώ και διακεκριμένη οπλοκατοχή. Κατηγορούνται επίσης, τέσσερις άνδρες από την Αλβανία, με δύο από αυτούς να αντιμετωπίζουν και την κατηγορία απόπειρας ανθρωποκτονίας αφού πυροβόλησαν με καλάσνικοφ εναντίον πέντε αστυνομικών, κατά τη διάρκεια συμπλοκής μετά τις ληστείες.
Σύμφωνα με τις αρχές, ο Χτενάς είχε τραυματιστεί στο πόδι από την ανταλλαγή πυροβολισμών. Διέφυγε στην Τουρκία και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο στην Ανδριανούπολη, Εντοπίστηκε από τις τουρκικές αρχές συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στις 10 Δεκεμβρίου 2003 κατάφερε να διαφύγει, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, από τα κρατητήρια αστυνομικού τμήματος της Καβάλας, πηδώντας από το παράθυρο της τουαλέτας. Για την υπόθεση απόδρασης, είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα δύο αστυνομικοί, στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου 2003, εντοπίζεται τυχαία από αστυνομικούς, που τον αναγνωρίζουν, σε καφετέρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Στις 27 Απριλίου 2004 ολοκληρώνεται η δίκη του για τις ληστείες. Καταδικάζεται σε 25 χρόνια κάθειρξη από το Μεικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Θράκης. Λίγο καιρό αργότερα, αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους.
Από την πρώτη στιγμή, ο επιχειρηματίας είχε αρνηθεί κάθε κατηγορία για τη «σφαγή» της Θάσου και τη δολοφονία του Σιδηρόπουλου, προβάλλοντας μια σειρά από άλλοθι και μαρτυρικές καταθέσεις. Η υπόθεση «σερνόταν» στα ανακριτικά γραφεία επί σειρά ετών και μπαινόβγαινε στο αρχείο κάθε φορά που έβγαιναν νέα στοιχεία στο φως.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2014, ο Χτενάς συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη ως κατηγορούμενος για το τριπλό φονικό της Θάσου και αυτό του «συνεταίρου» του στην Καβάλα. Όλο το προανακριτικό φαίνεται ότι είχε «ντυθεί» με επιπλέον καταθέσεις σημαντικών μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι «αποφάσισαν να μιλήσουν», όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά δικαστικές πηγές, και τέθηκαν σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων.
Η δίκη στη Δράμα ξεκίνησε στις 20 Ιουνίου του ’14. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν πολύ ισχυρά, μάρτυρες και κόσμος στο ακροατήριο περνούσαν από ανιχνευτή μετάλλων, ενώ στην είσοδο υπήρχαν πάνοπλοι αστυνομικοί. Ο Χτενάς, φορώντας κίτρινο πουκάμισο, με τα μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, ζήτησε να τοποθετηθεί μπροστά του στο εδώλιο ένα έδρανο, πάνω στο οποίο είχε απλωμένα έγγραφα και φωτογραφίες της δικογραφίας.
Όλα έμοιαζαν να είναι εναντίον του, ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν κάθε άλλο παρά το αναμενόμενο. Πάνω από 80 μάρτυρες, οι περισσότεροι εκ των οποίων παρουσίασαν «ξαφνική αμνησία», ανέτρεψαν τις καταθέσεις τους, εξοργίζοντας την πρόεδρο της έδρας! «Δεν είστε ο μόνος που δε θυμάται. Έχετε μια αμνησία όλοι στη Θάσο, ίσως είναι το νερό…», είπε χαρακτηριστικά σε έναν από τους μάρτυρες.
Εν τέλει, ο κατηγορούμενος, ο οποίος έκανε λόγο για εμπάθεια από τις Αρχές προς το πρόσωπό του και παρουσίασε άλλοθι και μαρτυρίες που τον τοποθετούσαν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων, κρίθηκε αθώος.
Το στοιχείο που «έκαψε» τον Χτενά και ο συμβολισμός
«Υπάρχουν ενδείξεις, αλλά δεν είναι επαρκείς για την ενοχή του» είπε η πρόεδρος του δικαστηρίου, κατά την ανάγνωση της αθωωτικής απόφασης με πλειοψηφία 6-1. Το πρωτοφανές στα χρονικά έγκλημα θα εξακολουθούσε να αποτελεί άλυτο μυστήριο. Ο εισαγγελέας, όμως, δεν είχε πειστεί για την αθωότητα του Χτενά. Ορμώμενος από το ένστικτό του, κατέθεσε έφεση λίγες ημέρες αργότερα.
Η υπόθεση άνοιξε ξανά όταν, σύμφωνα με την εισαγγελεία, προέκυψε ένα νέο ενοχοποιητικό στοιχείο για τον Χτενά. Ήταν μια… χτένα, η οποία βρέθηκε πάνω στο φέρετρο του δολοφονηθέντα Γιάννη Κουλούση. Οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καβάλας, υποστήριξαν στο βούλευμά τους ότι η χτένα τοποθετήθηκε για συμβολικούς λόγους, υποδηλώνοντας ότι ένοχος του τριπλού εγκλήματος ήταν ο Ανδρέας Χτενάς…
Το στοιχείο της χτένας δεν ήταν το μοναδικό που οδήγησε το δικαστικό συμβούλιο να παραπέμψει τον 57χρονο επιχειρηματία σε νέα δίκη για το τριπλό έγκλημα. Όπως προέκυψε από το βούλευμα, αξιολογήθηκαν εκ νέου περισσότερες από 20 καταθέσεις μαρτύρων, με σημαντικότερη αυτή του γείτονα του κατηγορούμενου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι είδε έναν ψηλό άνδρα την ημέρα του φονικού να πηδάει το μπαλκόνι του εξοχικού του θύματος στην Καλλιράχη της Θάσου.
Τρία χρόνια αργότερα, η ανάδειξη ορισμένων στοιχείων και η κατάρριψη των άλλοθι που είχε επικαλεστεί ο επιχειρηματίας, οδήγησαν στην ομόφωνη απόφαση καταδίκης του σε τετράκις ισόβια για τους τέσσερις φόνους. Η υπόθεση, που «στοίχειωνε» επί τόσα χρόνια τη Θάσο έκλεισε τον Δεκέμβριο του 2018.