Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα χωρίς ποτέ να υπάρξει καμία σύλληψη
Έχουν περάσει 33 χρόνια από ένα εκ των πιο στυγερών εγκλημάτων στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, όταν το καλοκαίρι του 1991 η οικογένεια Χρυσαφίδη δολοφονήθηκε ολόκληρη και ξεκληρίστηκε.
Ήταν βράδυ της 24ης Ιουνίου 1991, όταν τρεις άνδρες συγκεντρώθηκαν έξω από τη βίλα της οικογένειας Χρυσαφίδη στην Εκάλη. Ο γείτονάς τους, Βασίλης Σαλαπάτας, ο ανιψιός του Μιχάλη Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, και ο διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης, ήταν παρόντες. Το έγκλημα που ακολούθησε συγκλόνισε όλη την Ελλάδα και οι λεπτομέρειες για το ξεκλήρισμα της οικογένειας δημιούργησαν αμφιβολίες σχετικά με τον ένοχο.
Η απόλυτη ησυχία κυριαρχούσε, το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και δεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής. Αυτή η ανησυχητική ησυχία οδήγησε τους τρεις άνδρες να αποφασίσουν να μπουν στη βίλα με τη βοήθεια ενός κλειδαρά.
Το αδιανόητο ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας
Για επτά ημέρες, η οικογένεια Χρυσαφίδη δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής. Η τελευταία πληροφορία για την κατάστασή τους προερχόταν από τα χείλη του Ταϊλανδού μπάτλερ τους, Πρασέρτ Σερτουασάνα.
Ο 28χρονος, γνωστός και ως Τάι, ενημέρωσε τηλεφωνικά συνεργάτες του Μιχάλη Χρυσαφίδη στις 18 Ιουνίου ότι η οικογένεια βρισκόταν σε διακοπές και θα επέστρεφε στις 28 του μηνός. Το ίδιο ανέφερε και στον κηπουρό όταν εκείνος επισκέφτηκε τη βίλα της Εκάλης την ίδια μέρα για να φροντίσει τον κήπο.
Ωστόσο, κανείς από το περιβάλλον της οικογένειας δεν γνώριζε ότι είχαν φύγει. Το γεγονός ότι ο Μιχάλης Χρυσαφίδης δεν ενημέρωσε τους συνεργάτες του στο εργοστάσιο που διηύθυνε για την απουσία του προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ήταν πάντα συνεπής στη δουλειά του, με πολλές καθημερινές υποχρεώσεις, και σπάνια απουσίαζε από το γραφείο.
Ήταν ένας διακεκριμένος βιομήχανος, ιδιοκτήτης έξι εταιρειών με ετήσιο τζίρο που ξεπερνούσε τα 600 εκατομμύρια δραχμές. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς του, ακολουθούσε ένα αυστηρό πρόγραμμα.
Ωστόσο, η σύζυγός του Λιζ δεν ανέφερε τίποτα στη φίλη της, Αγγελική Παπαλεξανδράτου, κατά τη βραδινή τους συνάντηση στις 17 Ιουνίου 1991 στη βίλα τους στην Εκάλη, όπου συζήτησαν για το πάρτι που οργάνωναν για την κόρη της.
Εκείνη τη βραδιά, όπως ανέφερε αργότερα η Αγγελική, όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν παρόντα: η Λιζ, ο Μιχάλης Χρυσαφίδης, και οι δύο γιοι τους, ο 18χρονος Γιώργος και ο 16χρονος Μιχάλης – Δημήτρης. Η Παπαλεξανδράτου αποχώρησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς να ενημερωθεί για το ταξίδι που σχεδίαζαν για την επόμενη μέρα.
Τα τελευταία 24ωρα, η απουσία απαντήσεων στο τηλέφωνο από τον Τάι, τον έμπιστο μπάτλερ της οικογένειας, προκάλεσε έντονη ανησυχία στους κοντινούς τους ανθρώπους. Για αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να εισέλθουν στη βίλα της Εκάλης. Ένας κλειδαράς άνοιξε την πόρτα, πάνω στην οποία υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα που ενημέρωνε ότι η οικογένεια Χρυσαφίδη έλειπε σε διακοπές και θα επέστρεφε στις 26 Ιουνίου.
Οι τρεις άνδρες μπήκαν ανήσυχοι στο σπίτι, ελπίζοντας να βρουν στοιχεία που θα διαλευκάνουν το μυστήριο της εξαφάνισης της οικογένειας. Οι σκέψεις τους πήγαιναν στο χειρότερο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν προετοιμασμένοι για το αποτρόπαιο θέαμα που τους περίμενε.
Στο υπόγειο του σπιτιού, μέσα σε τρία ξεχωριστά δωμάτια, ανακάλυψαν τέσσερα πτώματα καλυμμένα με κουβέρτες και πετσέτες. Ήταν τα μέλη της οικογένειας Χρυσαφίδη, που βρήκαν φρικτό θάνατο. Αίματα υπήρχαν παντού, μια μακάβρια ένδειξη των βασανιστηρίων που υπέστησαν.
Η εικόνα ήταν σοκαριστική. Ο 16χρονος Μιχάλης είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, με τα χέρια και τα πόδια δεμένα με νάιλον σχοινί, και το σώμα του καλυμμένο με κουβέρτα. Στο γειτονικό δωμάτιο, βρέθηκαν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του. Τα χέρια και τα πόδια του μικρού ήταν δεμένα, ενώ του πατέρα του όχι. Και τα δύο πτώματα ήταν καλυμμένα με κουβέρτες και πετσέτες.
Στο τρίτο δωμάτιο, εντοπίστηκε το πτώμα της Λιζ Χρυσαφίδη. Η γυναίκα βρέθηκε νεκρή, ντυμένη με ακριβό φόρεμα και χωρίς εσώρουχα, γεγονός που οδήγησε τις αρχές στο συμπέρασμα ότι είχε βιαστεί.
Ο Ταϊλανδός μπάτλερ και η έρευνα που δεν οδήγησε ποτέ σε συλλήψεις
Η αστυνομία έφτασε γρήγορα στη βίλα της Εκάλης για να ξεκινήσει την έρευνα της τετραπλής δολοφονίας. Οι αρχές άρχισαν να ξετυλίγουν το νήμα της υπόθεσης, βασιζόμενες στις ιατροδικαστικές εκθέσεις που συντάχθηκαν για τα θύματα της οικογένειας. Η οικογένεια βασανίστηκε για τέσσερις μέρες, και οι δολοφονίες έγιναν σταδιακά, δείχνοντας μαφιόζικες πρακτικές.
Στις 20 Ιουνίου, τα παιδιά της οικογένειας δολοφονήθηκαν. Ο μικρότερος γιος, Μιχάλης, ξυλοκοπήθηκε άγρια, με σπασμένο στέρνο και τελικά δολοφονήθηκε με βαριοπούλα. Την επόμενη μέρα, στις 21 Ιουνίου, δολοφονήθηκε ο πατέρας, και στις 23 Ιουνίου, η Λιζ Χρυσαφίδη.
Στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας βρέθηκαν τα όπλα του εγκλήματος: μια βαριοπούλα, ένα τσεκούρι και ένα σκερπάνι. Κανείς δεν είχε φροντίσει να τα κρύψει ή να τα καθαρίσει από το αίμα, το οποίο οι αστυνομικοί εντόπισαν και στο γκαράζ.
Μέσα στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού βρέθηκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά όχι χρήματα. Όπως εκτίμησε η αστυνομία, οι δράστες αποφάσισαν να πάρουν μόνο τα χρήματα και ίσως ορισμένα κοσμήματα, των οποίων η πώληση δεν θα τους έφερνε στο στόχαστρο των ερευνών.
Από την πρώτη στιγμή, ο 28χρονος Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα, γνωστός ως Τάι, θεωρήθηκε βασικός ύποπτος για την τετραπλή δολοφονία. Εργαζόταν για την οικογένεια Χρυσαφίδη από το 1989 και απολάμβανε την απόλυτη εμπιστοσύνη τους. Ο 28χρονος ζούσε στην Ελλάδα για πολλά χρόνια, έχοντας έρθει με τη μητέρα και τη θεία του.
Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν στην αστυνομία ως έναν ήρεμο και ευγενικό νέο. Δύο μήνες πριν το φονικό, είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Ουαζίτα, η οποία εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Πουλιάση στη Βάρη. Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούσαν ότι ο Πρασέρτ Σερτουασάνα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, λέγοντας ψέματα πως η οικογένεια είχε φύγει για διακοπές.
Σύμφωνα με την έρευνα της αστυνομίας, το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού επισκέφθηκε το σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου εργαζόταν η πεθερά της, Κάνυα. Της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στη Μπανγκόκ για να τον δει.
Αναχώρησαν μαζί από το σπίτι και αγόρασαν δύο αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της. Λίγο αργότερα, επισκέφθηκαν την αδελφή της Κάνυα, Μαλιράτ, και της ανέφεραν ότι και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος, επισημαίνοντας την ανάγκη να επιστρέψουν στο οικογενειακό τους σπίτι.
Η Μαλιράτ επικοινώνησε με την οικογένειά της και ενημερώθηκε ότι ο πατέρας της ήταν καλά. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, η Κάνυα αγόρασε δύο επιπλέον εισιτήρια για Μπανγκόκ, τα οποία πλήρωσε με χρήματα δανεισμένα από το αφεντικό της. Έτσι, και οι τέσσερις αναχώρησαν για την Ταϊλάνδη το απόγευμα της Παρασκευής, 21 Ιουνίου, την ίδια ημέρα που δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Χρυσαφίδης.
Η σύζυγός του, Λιζ, βρήκε φρικτό θάνατο στις 23 του μηνός, ενώ ο Ταϊλανδός και η οικογένειά του είχαν ήδη φύγει στο εξωτερικό, γεγονός που ενίσχυσε τις υποψίες των αρχών ότι οι δράστες του εγκλήματος ήταν περισσότεροι από ένας. Πολλές θεωρίες διερευνήθηκαν από τις αρχές.
Η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο τον Ιανουάριο του 2019, όταν δύο φωτογραφίες εμφανίστηκαν στην ιστοσελίδα Ebay, πωλούμενες από μια άγνωστη «εταιρεία» με την ονομασία nordicpix, με έδρα το Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Σε μία από τις φωτογραφίες φαίνεται ο Τάι να ποζάρει με τη σύζυγό του Ουαζίτα, και στην άλλη ο επιχειρηματίας Μιχάλης Χρυσαφίδης να πίνει μπίρα στο οικογενειακό του γιοτ.