Η Μάρθα Καραγιάννη έχει πει: “Όταν είσαι 20 χρονών και έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στον Σαρτρ και σ’ έναν ποδοσφαιριστή, θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον ποδοσφαιριστή. Βέβαια στα πενήντα θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον Σαρτρ”.
Ο θυελλώδης έρωτας
Το 1959, η Μάρθα γνωρίζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωή της. “Μέχρι τότε δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος να με ταρακουνήσει. Ώσπου κάποια μέρα βρίσκομαι τυχαία με έναν φίλο μου Πατησίων και Αλεξάνδρας. Βγαίναμε τα βράδια για διασκέδαση και τίποτε άλλο. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, συναντάμε έναν ποδοσφαιριστή φίλο του, τον οποίο θέλησε να μου συστήσει:
-Μάρθα, να σου συστήσω απο δω τον Μίμη Στεφανάκο, έναν από τους πιο σπουδαίους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού.
– Χάρηκα, του είπα, χωρίς να το πολυεννοώ. Μάλλον τον σνομπάρισα, όπως κι εκείνος.
Ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, με τεράστιο σουξέ στον γυναικόκοσμο και ήταν φυσικό να μην εντυπωσιαστεί με την πρώτη ματιά, από μια ακόμη κοπέλα που γνώριζε τυχαία. Το ίδιο όμως κι εγώ. Γιατί κι εγώ είχα κάνει ήδη ένα όνομα, το οποίο συζητιόταν έντονα στους καλλιτεχνικούς χώρους – και όχι μόνο. Είχα αρχίσει να δέχομαι προτάσεις για πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ταινίες και να συμμετάσχω στους μεγαλύτερους μουσικούς θιάσους της Αθήνας”.
Μοιραία λοιπόν και από τις δυο πλευρές υπήρχε αυτή η “σνομπίστικη” απόσταση της πρώτης φοράς, που στην ουσία δεν ήταν αληθινή. Η Μάρθα, δεν τον γνώριζε σχεδόν καθόλου, γιατί δεν ασχολιόταν καθόλου με το ποδόσφαιρο. Έλεγε ότι υποστήριζε τον Ολυμπιακό, επειδή είχε γεννηθεί στον Πειραιά. Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε σέντερ φορ, σέντερ μπακ, επιθετικός ή σκόρερ. Η μοίρα όμως είχε τα δικά της σχέδια…
Τρεις μέρες αργότερα, βρέθηκαν τυχαία και πάλι σε μια νυχτερινή έξοδο. Ο Μίμης, όπως παραδέχτηκε η Μάρθα Καραγιάννη, ήταν φανατικός “μπουζουκόβιος” και ήταν πάντα περιστοιχισμένος από όμορφες γυναίκες. Εκείνο το βράδυ ήρθαν πιο κοντά και άρχισαν να βγαίνουν καθημερινά.
“Ήταν πολύ όμορφος, ψηλόλιγνος, ευγενικός, σοβαρός και ιδιαίτερα τρυφερός. Ήξερε πως να φερθεί σε μια κοπέλα και να την κάνει να τον ερωτευτεί. Μάρθα, είπα στον εαυτό μου, αυτός είναι ο άντρας της ζωής σου. Μ’ αυτόν τον άντρα μπορείς να ζήσεις τα υπόλοιπα χρόνια σου και μαζί του να χτίσεις μια σωστή οικογένεια. Νεανικά όνειρα που μπορεί να κάνει μια οποιαδήποτε ερωτευμένη κοπέλα στα 19 της”.
Μάρθα Καραγιάννη – Μίμης Στεφανάκος, το 1959 ήταν το “ζευγάρι της χρονιάς”
Εκείνα τα χρόνια, τα κορίτσια μεγάλωναν με μια μικροαστική νοοτροπία και το όνειρο της γρήγορης αποκατάστασης. Όποια κοπέλα περνούσε τα 20 και δεν είχε παντρευτεί, βαρούσαν καμπανάκια και τη θεωρούσαν γεροντοκόρη.
“Όμως κι εγώ τότε έτσι αισθανόμουν κι ας είχα βγει στο θέατρο. Θεώρησα λοιπόν καλό, με όλο μου τον ενθουσιασμό, να εκμυστηρευτώ τα συναισθήματα μου στον κοινό φίλο μας, και μια μέρα που συναντηθήκαμε του είπα:
– Θέλω να σου πω ότι είμαι πολύ ερωτευμένη με τον Μίμη και εκείνος μ’ έμενα!
“Όταν τελείωσα τη φράση μου, όμως, αντί να διακρίνω στο πρόσωπο του έκφραση χαράς, αυτό που είδα ήταν μάλλον απογοήτευση. Φαίνεται πως και ο ίδιος αισθανόταν διαφορετικά για μένα.
– Συμβαίνει κάτι; τον ρώτησα
– Μάρθα, είσαι σίγουρη, με ρώτησε σοβαρά
– Τι εννοείς;
– Μάρθα, πρέπει να ξέρεις πως ο Μίμης είναι ένας ποδοσφαιριστής με πολλές κατακτήσεις.
– Αυτό το ξέρω, αλλά εκείνος λέει πως μόνο εμένα αγαπά.
– Μην είσαι τόσο σίγουρη, γιατί μάλλον μαζί μ’ εσένα αγαπά κι άλλες τρεις, μου απάντησε φανερά πειραγμένος. “Πάγωσα”
– Σε παρακαλώ, εξήγησε μου του είπα
– Τι να σου εξηγήσω, βρε Μάρθα. Που έχεις ραντεβού σήμερα;
– Έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού
– Σε ποια πύλη;
– Στην πρώτη.
– Στην πρώτη;
– Βάζεις στοίχημα ότι και στις άλλες τρεις θα τον περιμένει από μια ακόμα κοπέλα;
– Από μια κοπέλα;
– Ναι, Μάρθα. Μπορείς να πας και να το εξακριβώσεις μόνη σου.
Πράγματι, πήρε το αυτοκίνητο της και έκανε ένα γύρο στις τρεις πύλες του γηπέδου. Ο φίλος της είχε δίκιο! Ο Μίμης είχε ραντεβού και στις τέσσερις πύλες του γηπέδου με διαφορετική κοπέλα. Η απογοήτευση μεγάλη. Η Μάρθα αποφάσισε να εξαφανιστεί και το έκανε.
Εκείνος όμως δεν την ξέχασε τόσο εύκολα. Έκανε τα πάντα για να την συναντήσει και πάλι και κάποια στιγμή το κατάφερε. Ένα βράδυ, περίμενε έξω από το σπίτι της και της είπε:
– Μάρθα, γιατί δεν ήρθες εκείνο το απόγευμα στο ραντεβού;
– Ήρθα, Μίμη, αλλά αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό.
– Ποιο δηλαδή;
– Να δίνεις ραντεβού σ΄εμένα και την ίδια στιγμή σ’ άλλες τρεις. Έπρεπε να έχεις ήδη καταλάβει πως εγώ δεν μοιράζομαι τον άνθρωπο που αγαπώ και έπρεπε να έχεις ήδη αποφασίσει με ποια θα ήθελες να βγαίνεις.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και ντροπιασμένος της είπε:
– Εντάξει, Μάρθα, έχεις δίκιο. Δεν φέρθηκα σωστά, αλλά είμαι έτοιμος να επανορθώσω, γιατί έχω ήδη αποφασίσει με ποια κοπέλα θα ‘θελα να βγαίνω και να είναι επίσημα το κορίτσι μου.
– Με ποια δηλαδή;
– Μ’ εσένα. Μόνο μ’ εσένα και με καμία άλλη.
Με τον Μίμη από εκείνο το βράδυ έγιναν αχώριστοι. Πολύ σύντομα έμειναν μαζί και αποφάσισαν να παντρευτούν. Η είδηση έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της εποχής και ιδιαίτερα τις αθλητικές. Ήταν ο σούπερ σταρ των γηπέδων και εκείνη μια περιζήτητη ανερχόμενη ηθοποιός.
Μεγάλο εμπορικό θέμα και για τα έντυπα της εποχής. Με πηχυαίους τίτλους στα πρωτοσέλιδα: “Τα αστέρια παντρεύονται”, “Ο γόης και η γόησσα μαζί”, “Ο γάμος της χρονιάς”.
Ο γάμος που έγινε πρωτοσέλιδο
Ο γάμος του πιο πολυσυζητημένου ζευγαριού έγινε στην εκκλησία του Αϊ Γιώργη στην Κυψέλη, κάποια Δευτέρα, ημέρα ρεπό για τη νύφη, αφού τα θέατρα τις Δευτέρες αργούσαν. Παρόλο που εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η σημερινή λεπτομερής ενημέρωση του κόσμου για τη μέρα, την ώρα και τον χώρο του γάμου, πολλοί θαυμαστές και των δυο ινδαλμάτων το είχαν μάθει και είχαν κατακλύσει το προαύλιο και τον ιερό ναό όπου θα τελούνταν το μυστήριο.
Ανάμεσα τους και αρκετοί ποδοσφαιριστές, φίλοι του γαμπρού, όπως ο Λινοξυλάκης, ο Νεστορίδης, ο Υφαντής, ο Βουτσαράς, ο Ρωσσίδης και άλλοι πολλοί ηθοποιοί, συνάδελφοι της νύφης, όπως ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Μπέτυ Μοσχονά, η Άννα Μαντζουράνη, η Τζίνα Βούλγαρη και άλλοι.
Κάθε φορά που το κοινό έβλεπε να εισέρχεται στο προαύλιο ένας από τους δημοφιλείς φίλους του ζευγαριού, ξεσπούσε σε χειροκροτήματα.
Σε λίγο εμφανίστηκε και η Μάρθα. Πανέμορφη, χαμογελαστή, κομψή μέσα στο λευκό νυφικό της, δημιουργία του οίκου Κουδούνη. Κρατούσε στο χέρι μια ανθοδέσμη με φρέσκους λεμονανθούς, συνοδευόμενη από τον συγκινημένο μπαμπά της, κύριο Χαρίλαο.
“Να την προσέχεις. Του είπε καθώς την παρέδωσε στον μέλλοντα σύζυγό της, δίνοντας της ένα φιλί”.
Από τον γάμο του ζευγαριού…Μια Δευτέρα στον Άι Γιώργη στην Κυψέλη
Σε εκείνη τη φάση κανένας δεν μπορούσε να προμηνύσει τίποτα για το μέλλον του ζευγαριού. Το μόνο που διέκριναν ήταν η ευτυχία.Μια ευτυχία που δεν κράτησε πάνω από ένα χρόνο.
Ο πρόωρος τοκετός
Λίγους μήνες μετά το γάμο τους, ο Μίμης Στεφανάκος και η Μάρθα Καραγιάννη ανακοίνωσαν σε φίλους και συγγενείς ότι πολύ σύντομα θα καλωσορίσουν και το νέο μέλος στην οικογένεια τους. “Η Μάρθα περιμένει παιδί”. Η είδηση, έκανε το γύρο σε όλα τα έντυπα της εποχής και όλοι ζητούσαν αποκλειστικές συνεντεύξεις από τους μέλλοντες γονείς.
Φωτογραφία από τη γαμήλια δεξίωση. Από το προσωπικό αρχείο της Μάρθας Καραγιάννη
Η Μάρθα έδειχνε πολύ ευτυχισμένη και έτοιμη να γίνει μητέρα στα είκοσι της χρόνια. Ο Μίμης όπου κι αν βρισκόταν έλεγε “Θα γίνω πατέρας!”
Πολλά κακόβουλα δημοσιεύματα της εποχής προσπάθησαν να σκιάσουν την ευτυχία της γράφοντας για δήθεν εξωσυζυγικές σχέσεις του Μίμη. Η ίδια λέει: “Δεν είχα κανένα παράπονο από τον Μίμη σ΄εκείνη τη φάση. Ήμασταν πολύ δεμένοι και αισθανόμουν ότι με αγαπούσε πολύ. Δεν πίστευα στα κακοήθη κουτσομπολιά. Ήμασταν στη δίνη του κυκλώνα και πολλοί ζήλευαν την ευτυχία μας. Δεν δίναμε σημασία, ώσπου μια μέρα, όταν είχα φτάσει πλέον στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης, είχα αρχίσει πλέον να αισθάνομαι ότι μια καινούργια ψυχή γεννιόταν στα σωθικά μου. Ένα τόσο δα πλασματάκι έπαιρνε ζωή απ’ τη ζωή μου, έγινε το μοιραίο.
Έχασα το παιδί! Θεέ μου, το άσχημο προαίσθημα μου είχε βγει αληθινό. Το γέννησα πρόωρα και έζησε μόνο τρεις μέρες. Έκλαψα, υπέφερα, έπεσα σε κατάθλιψη. Δεν ήθελα τίποτα! Δεν ήθελα κανέναν, ούτε να με παρηγορήσει, ούτε να μου απαλύνει τον πόνο. Ούτε καν τον άντρα μου. Αισθάνθηκα ένα απέραντο κενό. Εκείνο που ήθελα εκείνη την περίοδο ήταν να μείνω μόνη μου. Καταλαβαίνω τώρα πια πως ήταν μια σκληρή απόφαση, τόσο για μένα όσο και για τον Μίμη, αλλά έτσι ένιωσα.
Κι ένα πρωί του μίλησα. Έπεσε από τα σύννεφα και προσπάθησε να με μεταπείσει. Όμως εγώ είχα πάρει την απόφαση μου. Ο Μίμης με περίμενε κάθε μέρα απέξω και κάποια στιγμή είπα να δώσω μια ευκαιρία γιατί αγαπιόμασταν αληθινά. Αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ. Έτσι, αποφασίσαμε να χωρίσουμε, με πόνο ψυχής θα έλεγα, τόσο από την πλευρά του, όσο και από την δική μου.
Μια εικόνα, μια σκιά που θα με κυνηγά πάντα, αφού μέχρι τα 40 μου χρόνια ζούσα με την ελπίδα ενός παιδιού. Ο Θεός δεν μου το έδωσε. Ίσως έτσι ήταν γραμμένο. Ο Μίμης έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου γιατί τον αγάπησα βαθιά και αληθινά”.
Από τα βιογραφικά αφιερώματα του Μάκη Δελαπόρτα στην Καθημερινή