Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ «Όταν τα μικρά παιδάκια περνούν με τους γονείς τους έξω από κάποια βιτρίνα και θέλουν κάτι που τους αρέσει, τότε κρατούν την μητέρα τους από το φουστάνι και την τραβάνε και κλαίνε και κτυπιούνται μέχρι να την εξαναγκάσουν να τους το αγοράσει.
Έτσι και εμείς με επιμονή και υπομονή παραμένουμε στην προσευχή μέχρι να μας ακούσει ο Θεός. Έτσι και εσείς, κατά το Ευαγγέλιο, που λέει να επιμένετε στην προσευχή και να μην αποκάμνετε, πρέπει να προσεύχεσθε συνεχώς και ασταμάτητα μέχρι να κερδίσετε αυτό που θέλετε, ενώ ταυτοχρόνως μαθαίνετε να προσεύχεσθε και να επικοινωνήτε με τον Θεόν.
Από την επίμονη προσευχή έχουμε οφέλη, γιατί μας παραχωρεί ο Θεός αυτό που ζητούμε, ενώ ταυτοχρόνως μαθαίνουμε να προσευχόμαστε. Γι’ αυτό ας μην απελπιζόμαστε, όταν ο Θεός αργεί να μας εισακούσει. Πολλά καλά πηγάζουν από την αργοπορία αυτή.» ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Aς μην Απελπιζόμαστε Όταν ο Θεός Αργεί να μας Εισακούσει!
Το τελευταίο λαδάκι Παναγία μου το βάζω στο καντήλι σου! (Μία αληθινή ιστορία)
Η Παναγία βοηθούσε πάντα τα παιδιά της σε περιόδους πείνας. Έτσι και σήμερα εμπιστευόμαστε στην χάρη της μανούλας μας! Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942 και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα, η ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο Θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία “χούφτα” καλαμποκάλευρο. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο κανδήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Καί τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της, η στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού;
Αποφασιστικά όμως έκαμε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! Εγώ θα Σού ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά”.
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη…βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…
Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Γιά δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι “σώθηκε” ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Άλλα και το κανδήλι παρέμεινε από τότε μέρα – νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.
Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του πρωτ. Πατρός Στεφάνου Αναγνωστοπούλου