Το 1962, στο Νεοχώριο Λεύκτρου, συλλαμβάνεται η Αικατερίνη Δημητρέα, αφού προηγουμένως είχε ξεκληρίσει όλη της την οικογένεια. Η ιστορία της πρώτης Ελληνίδας serial killer θα κινήσει το ενδιαφέρον εφημερίδων από ολόκληρο τον κόσμο, όπως η Mineapolis Sunday Times, που «ακολούθησε» την υπόθεση μέχρι το τέλος.
Η Αικατερίνη Δημητρέα ήταν μια γυναίκα διαζευγμένη, που μεγάλωνε μόνη της σε ένα χαμόσπιτο στην άκρη του χωριού, την 10χρονη κόρη της, ενώ έπασχε από ημιπληγία στην αριστερή της πλευρά. Στα 42 της χρόνια η ζωή κυλούσε δύσκολα στο πλευρό της μικρής Στέλλας, χωρίς όμως να δίνει «δικαιώματα» -όπως θα γράψει ο τύπος της εποχής- στο χωριό της.
Το πρωινό της 27ης Μαϊου 1962, η «δράκαινα της Μάνης», όπως θα την ονομάσουν τα μέσα ενημέρωσης- έκανε δουλειές στο σπίτι της, όταν η πόρτα χτύπησε για να την επισκεφθεί η μητέρα της, Στεφούλα Λουκαρέα. «Κάθισε μάνα να σε φιλέψω ένα πιάτο φαγητό» θα της πει, δίνοντάς της μακαρόνια με κιμά. Όμως το κέρασμά της ήταν «μπολιασμένο» με παραθείο, με αποτέλεσμα λίγη ώρα αργότερα η 80χρονη να σωριαστεί στο πάτωμα με φοβερούς πόνους. Ο γιατρός που κλήθηκε στο σπίτι θα πιστοποιήσει το θάνατο της 80χρονης, τον οποίο απέδωσε σε καρδιακή εμβολή, κρίση που έμοιαζε πιστευτή, αφού η γυναίκα αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα.
Η σατανική 42χρονη είχε καταφέρει να «ξεγλιστρήσει» χωρίς να την υποπτευθεί κανείς και κάπως έτσι στις 19 Ιουλίου θα καλέσει την εξαδέφλη της, Ποτούλα Τσιλιγονέα για καφέ στο σπίτι. Οι δύο γυναίκες είπαν τα νέα τους και λίγο πριν αποχωρήσει από το σπίτι η καλεσμένη, «ξαπλώθηκε» στο πάτωμα και ξεψύχησε. Ωστόσο, κατά την πτώση της χτύπησε στο κρανίο γεγονός που οδήγησε το γιατρό στο συμπέρασμα ότι πέθανε κατά την πτώση. Παρά τον δεύτερο θάνατο εντός του σπιτιού της, κανείς δεν υποπτεύθηκε την Αικατερίνη Δημητρέα.
Όσο το χωριό λυπόταν την 42χρονη για την τύχη της, εκείνη οργάνωνε το επόμενο χτύπημά της. Λίγες ημέρες μετά το θάνατο της εξαδέλφης της, κάλεσε στο σπίτι τον αδελφό της Κωνσταντίνο Λουκαρέα. Τον τράταρε καφέ με το αγαπημένο της συστατικό, που δεν ήταν άλλο από το παραθείο. Ο αδελφός της φεύγοντας από το σπίτι ένιωσε έντονους πόνους και έπεσε στη μέση του δρόμου. Οι συγχωριανοί του, τον μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου του έγινε πλύση στομάχου και διαπιστώθηκε, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με την χολή του.
Η Δημητρέα πείσμωσε με αυτή την εξέλιξη και αμέσως μόλις βγήκε ο αδελφός της από το νοσοκομείο τον κάλεσε στο σπίτι της για να του κάνει το τραπέζι. Μέσα στα αβγά που τον κέρασε, έβαλε μπόλικη ποσότητα παραθείου, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να ξεψυχήσει μέσα σε λίγα λεπτά. «Καρδιακή προσβολή έπειτα από κρίση χολής» θα διαπιστώσει ο γιατρός, με το χωριό να κάνει πια λόγο για κάποια βαριά κατάρα που ακολουθεί την οικογένεια.
Η οικογένεια της Δημητρέα μετρούσε ήδη τρεις νεκρούς, χωρίς όμως αυτό να βάλει φραγμό στα σχέδια της. Στις 6 Σεπτεμβρίου, η Δημητρέα θα προσφέρει στον 5χρονο ανιψιό της ένα λουκούμι. Θα περάσουν ελάχιστα λεπτά μέχρι το αγοράκι να λιποθυμήσει βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Παρά τις προσπάθειες των γονέων του να το πάνε έγκαιρα στο νοσοκομείο, ο μικρούλης θα ξεψυχήσει μέσα σε λίγη ώρα. Ο τέταρτος φόνος ήταν και το μοιραίο λάθος της «δράκαινας της Μάνης», αφού το μικρό παιδί δεν είχε κάποια ασθένεια στην οποία θα μπορούσε να αποδοθεί ο θάνατός του.
Δηλητηρίαση. Αυτό ήταν το πόρισμα του γιατρού για την περίπτωση του ανιψιού της Δημητρέα. Το χωριό άρχισε να συζητά ότι όλα τα θύματα της οικογένειας είχαν επισκεφθεί το σπίτι της 42χρονης. Η νεκροτομή αποκάλυψε ότι το 5χρονο αγόρι είχε στα σπλάχνα του ίχνη παραθείου. Την ίδια στιγμή η αστυνομία ανακάλυψε ότι το μοιραίο πρωινό, η Δημητρέα είχε «αρπαχτεί» με την μητέρα του ανιψιού της, ενώ εμφανίστηκε μάρτυρας που υποστήριξε πως την είδε να του προσφέρει ένα λουκούμι.
Τέσσερις ημέρες αργότερα θα ομολογήσει τα εγκλήματά της στον πρόεδρο της κοινότητας λέγοντας πως «έπρεπε να πεθάνουν γιατί μου φέρθηκαν άσχημα». Έπειτα θα οδηγήσει τους χωροφύλακες που τη συνέλαβαν, σε μια εκκλησία λίγο έξω από το χωριό για να αποκαλύψει την κρυψώνα του παραθείου. Κατά την απολογία της θα περιγράψει ότι είχε επιχειρήσει να δηλητηριάσει δύο ακόμη συγγενείς της χωρίς να τα καταφέρει, αφού τόσο η σύζυγός του άλλου της αδελφού, όσο και η 4χρονη ανιψιά της αρνήθηκαν τα «καλούδια» που τους προσέφερε.
Κατά τη μεταφορά της στη φυλακή, έξω από κτίριο περιμέναν δεκάδες δημοσιογράφοι για να ρωτήσουν γιατί θέλησε να σκοτώσει όλη την οικογένειά της. «Γιατί σκότωσες τη μάνα σου;» την ρώτησαν με την Δημητρέα να απαντάει: «Της έριξα παραθείο στα μακαρόνια για να γίνουν πιο νόστιμα!». Λίγα λεπτά αργότερα, θα πει στους αστυνομικούς ότι η μητέρα της ήθελε να τη διώξει από το σπίτι. «Το ίδιο και ο αδελφός μου! Και η νύφη μου έβαζε λόγια για με να αφήσουν να πεθάνω της πείνας και εγώ και η κόρη μου». Δύο ημέρες αργότερα, όλο το χωριό θα παρακολουθήσει την εκταφή των υπολοίπων τριών θυμάτων, για να διαπιστωθεί το παραθείο στον οργανισμό τους.
«Θα ξεκλήριζα όλο το χωριό»
«Με βασάνιζε συνεχώς η μάνα μου και ο αδελφός μου με έδερνε. Ήμουν μια φτωχή γυναίκα που την εγκατέλειψε ο άνδρας της και έπρεπε να ζήσω το μικρό μου κοριτσάκι, αλλά μου φερόντουσαν όλοι εχθρικά. Με πίεζαν να κάνω όλες τις δουλειές αν και ήξεραν πως είμαι άρρωστη κι έπασχα από την καρδιά μου. Κάθε ώρα μου έλεγαν να φύγω από το σπίτι. Γι αυτό κι εγώ τους εκδικήθηκα. Με μισούσαν όλοι. Θέλαν το κακό μου» είπε στον ανακριτή και συμπλήρωσε: «Στο μνημόσυνο του αδερφού μου είχα αποφασίσει να βάλω παραθείο στα κόλλυβα, να εξαφανιστεί όλο το χωριό από προσώπου γης». Αυτή η δήλωσή της, την έστειλε απευθείας στο Δαφνί, όπου παρέμεινε μέχρι την δίκη της.
Στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου θα πραγματοποιηθεί η δίκη της τον Μάιο του 1963, με την «δράκαινα της Μάνης» να υποστηρίζει ότι δεν θυμάται τις πράξεις της. Η ψυχιατρική γνωμάτευση που αναγνώσθηκε στο δικαστήριο, κάνει λόγο για χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης, χωρίς αναφορά σε κάποιου είδους ψύχωση. «Ύαινα της κόλασης», θα την χαρακτηρίσει ο εισαγγελέας, ενώ το δικαστήριο θα την καταδικάσει στις 8 Μαΐου 1963 τετράκις στην ποινή του θανάτου και σε 15ετή κάθειρξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Τα ξημερώματα της 10 Απριλίου 1965, η «δηλητηριάστρια της Μάνης» θα εκτελεστεί στο Γουδί στις 05.30 το πρωί.